"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ" Πολιτικά Θέματα |
|||
Αρχείο
|
Οι γιάφκες που ανακάλυψε ο μακαρθισμός
Eλα μωρέ, σιγά μην ασχοληθούμε τώρα με τον Βασιλάκη και τον κάνουμε και ήρωα! Η επωδός αυτή, που ακούγεται από πολλούς μετά την κυκλοφορία του περιβόητου βιβλίου, φανερώνει ασφαλώς την απέραντη εκτίμηση που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ο συγγραφέας. Εάν επρόκειτο απλώς και μόνο για τον ίδιο, τότε ασφαλώς δεν θα άξιζε να δώσει κανείς ιδιαίτερη σημασία σε ένα πόνημα που, ανεξαρτήτως ανταλλαγμάτων, εμπεριέχει το σπέρμα του αυτοεξευτελισμού. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά απ ό,τι φαίνονται. Πρώτα απ όλα, επειδή το βιβλίο «στολίζεται» από την παρουσία δύο προσώπων που κάθε άλλο παρά «μεμονωμένοι τρελοί» μπορούν να χαρακτηριστούν και κατά συνέπεια του προσδίδουν ξεχωριστή βαρύτητα, απεικονίζοντας παράλληλα τις διαθέσεις της Ουάσινγκτον, αλλά και μεγάλου τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης και της υπό τον Σημίτη κυβέρνησής της. Πρόκειται, αφενός, για τον πολιτικό αριβίστα αλλά σταθερότατο στις ιδεολογικές του τοποθετήσεις Στέφανο Μάνο, γνωστό συν τοις άλλοις και από τις ιδιαιτέρως στενές σχέσεις που διατηρεί με τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα επιχειρηματικά - εκδοτικά συμφέροντα, στον οποίο ανήκει ο πρόλογος της έκδοσης. Αφετέρου δε, για τον πρέσβη των ΗΠΑ Τόμας Μίλερ. Αρθρο του από Τα Νέα με τίτλο «Μύθοι και αλήθειες της εκστρατείας εναντίον της τρομοκρατίας» αναδημοσιεύεται στο βιβλίο για να μη μένει σε κανέναν αμφιβολία, καμία συνέντευξη, δήλωση ή άρθρο του εκάστοτε πρέσβη δεν μπορεί να αναδημοσιευτεί χωρίς την άδειά του. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί, ως ένας ακόμα κρίκος, στην αλυσίδα των τρομακτικών πιέσεων που ασκούνται στο χώρο της πολιτικής, του πολιτισμού, της διανόησης και της δημοσιογραφίας, ειδικά μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, με στόχο την αντιστροφή του πλειοψηφικού και έντονα αντιαμερικανικού κλίματος που κυριαρχεί στην Ελλάδα. Ενός κλίματος που μπορεί να μην έχει αποτρέψει την κυβέρνηση από το να παίρνει ενεργά μέρος στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», την κάνει ωστόσο να υπολογίζει πολλαπλά σε κάθε της βήμα το πολιτικό κόστος κυρίως, όμως, συμβάλλει αποφασιστικά στο να κληροδοτηθεί αυτή η κατάσταση και στις νεότερες γενιές, γεφυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό το χάσμα που δημιουργεί η έλλειψη προσωπικών εμπειριών από τη θητεία στο αντιαμερικανικό - αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Ειδικά η εικόνα των ΜΜΕ, η οποία πολλές φορές ουσιαστικά επιβλήθηκε ακόμα και παρά τη θέληση των ιδιοκτητών και του ανώτατου στελεχικού δυναμικού, αλλά και η ασυμβίβαστη στάση εκατοντάδων ανθρώπων από το χώρο του πολιτισμού, έκανε συχνά τον Μίλερ, την κυβέρνηση και τις ορντινάντσες τους να σκυλιάζουν από το κακό τους. Ποιος δεν θυμάται άραγε, λίγες μόλις ημέρες μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας Νιου Γιορκ Ποστ για «συντάκτες της Καθημερινής που πανηγύριζαν», με προφανή στόχο να διεμβολίσει την εκφρασμένη διάθεση της πλειοψηφίας των εργαζομένων σε αυτήν, όπως και στο σύνολο σχεδόν των ελληνικών ΜΜΕ, να μη συστρατευθούν στο άρμα της κρατικής τρομοκρατίας των ΗΠΑ και να μη γίνουν συνένοχοι και συμμέτοχοι στην εκστρατεία καταπάτησης ακόμα και των πιο στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων; Ποιος δεν θυμάται ακόμα την πρόσφατη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η οποία συνέδεσε το φαινόμενο της διαπλοκής στα ελληνικά ΜΜΕ με την «έλλειψη αντικειμενικότητας» προφανώς, οι Αμερικανοί δεν ενοχλούνται από τη διαπλοκή στην περίπτωση του CNN ή της Ουάσινγκτον Ποστ, καθ όσον αυτά τα μέσα στηρίζουν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»! Ποιος μπορεί επίσης να ξεχάσει τις αλλεπάλληλες, προκλητικές παρεμβάσεις της πρεσβείας του Ισραήλ, η οποία αναπτύσσει ανάλογη δραστηριότητα, βλέποντας την αγωνιστική και ενεργό συμπαράσταση των ελλήνων εργαζομένων και της νεολαίας στον ηρωικό αγώνα των Παλαιστινίων; Μόλις πριν από μερικές ημέρες δεν ήταν άλλωστε που «διέρρευσε» έγγραφο - προειδοποίηση της πρεσβείας προς τις εβραϊκές κοινότητες, όπου διαπιστώνεται ότι η ρητορική που χρησιμοποιείται από πολιτικούς και ΜΜΕ «είναι ιδιαίτερα δηλητηριώδης και εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον»; Ή μήπως δεν ήταν τον Απρίλιο που είχε αναπτυχθεί μια απροκάλυπτη προσπάθεια επέμβασης, συχνά εκβιαστικής, απέναντι σε δημοσιογράφους, η οποία είχε τότε προκαλέσει την αντίδραση της ΕΣΗΕΑ, που τόνιζε ότι «την ευθύνη για το τι μεταδίδεται κάθε φορά έχουν και πρέπει να έχουν μόνο οι δημοσιογράφοι και κριτής της εργασίας τους δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η κοινή γνώμη»; Όλοι εκείνοι που συνέβαλαν, άμεσα ή έμμεσα, στο να βγει η λίστα προγραφών του Βασιλάκη, είναι αυτοί που δηλώνουν ότι «το πρόβλημα της εγχώριας τρομοκρατίας είναι πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως αστυνομικό» και φέρνουν ως απόδειξη «τις φανατικές αντιδράσεις που προκάλεσε ο πρόσφατος και απαραίτητος νόμος για τη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος», όπως πολύ ευγενικά αποκαλούν το έκτρωμα του τρομονόμου. Είναι λοιπόν προφανές ότι όλους αυτούς ελάχιστα τους απασχολεί το σκεβρωμένο κουφάρι της «17Ν» απλούστατα, τώρα βρήκαν την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν το σχέδιό τους για τη δημιουργία μιας ιδεολογικής Οχράνα, που θα κυνηγά και θα τιμωρεί αλύπητα τις φωνές που επιμένουν να αντιστέκονται και θα κάνει τους πάντες να τρέμουν τον ίσκιο τους, αισθανόμενοι ανάλογα με την περίσταση ως «ψηλοί» ή ως «Νικήτες» και εδώ η επώνυμη ανωνυμία παίζει σημαντικό ρόλο. Το βιβλίο αυτό «καταγράφει συστηματικά και με σχολαστική επιμέλεια τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το γεγονός ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης και μάλιστα αυτό το τμήμα που κυριαρχεί ιδεολογικά, κατέχοντας ισχυρή θέση στα ΜΜΕ και υψηλό κύρος στους πολίτες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στέφανος Μάνος στον πρόλογο. «Ο αναγνώστης της Καθημερινής έχει την εντύπωση ότι διαβάζει την εγκυρότερη, την επίσημη κεντροδεξιά εφημερίδα. Χωρίς να γνωρίζει ότι αρκετά στελέχη της (λ.χ. οι σύντροφοι Γ. Δελαστίκ, Π. Παπακωνσταντίνου, Μ. Τζιαντζή, Γ. Ελαφρός) είναι ταυτοχρόνως στελέχη του ΝΑΡ Τα κείμενά τους στην Καθημερινή είναι ιδίου περιεχομένου με αυτά που δημοσιεύουν ταυτοχρόνως στην εβδομαδιαία εφημερίδα της οργάνωσής τους Πριν Έτσι, δημιουργήθηκε το παρά φύσιν φαινόμενο μιας σοβαρής κεντροδεξιάς εφημερίδας, η οποία έχει αλωθεί από μία οργανωμένη ακραία κομμουνιστική ομάδα και δηλητηριάζει το ανύποπτο κοινό με ιδεολογήματα που δεν έχουν σχέση με τον πολιτικό χώρο στον οποίο απευθύνεται. Δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζαμε το φαινόμενο σαν μια καθημερινή πολιτική απάτη, σαν γιάφκα του ΝΑΡ», γράφει ο Βασιλάκης στο κεφάλαιο με τίτλο «Σκηνές καθημερινής τρέλας από τον Γ.Α.Β. στα ΝΑΡ και Κουταμάρ», καλώντας ουσιαστικά τον ιδιοκτήτη της να απαλλάξει το κοινό του από όλους αυτούς. Ο συγγραφέας δεν θα είχε φυσικά αντίρρηση εάν, από εδώ και στο εξής, όλοι όσοι ζητούν δουλειά στα ΜΜΕ υποχρεώνονταν πρώτα να υπογράψουν μια δήλωση κοινωνικών φρονημάτων και πίστης προς τις αξίες του συστήματος. Επειδή δε με την ιδέα αυτή φαίνεται να συγκινούνται ολοένα και πιο πολλοί, είναι σήμερα ανάγκη περισσότερο από ποτέ η συγκρότηση ενός δημοκρατικού μετώπου αντίστασης στην επαναφορά του μακαρθισμού και απέναντι στα ιδεολογικά και πολιτιστικά γκούλαγκ που επιχειρείται να δημιουργηθούν. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να πάρουν άμεσα και ξεκάθαρα θέση, με τη σοβαρότητα που αρμόζει στην περίπτωση, τα πολιτικά κόμματα και πρωτίστως η Αριστερά, όλες οι συνδικαλιστικές ενώσεις στο χώρο των δημοσιογράφων και λοιπών εργαζομένων στα ΜΜΕ, του πολιτισμού, της διανόησης και της εκπαίδευσης, εκεί δηλαδή που επιχειρείται να διασφαλιστεί από το σύστημα η απρόσκοπτη αναπαραγωγή της κυριαρχίας του στο ιδεολογικό επίπεδο και να κλείσουν, έστω και βίαια, οι ρωγμές που προκλήθηκαν από τους μεγάλους σεισμούς της ιστορίας και τον αγώνα για μια νέα άνοιξη των εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων στην Ελλάδα. Η «πενθούσα αμερικανική πρεσβεία» και οι «βάρβαροι ιερόσυλοι» των δρόμων και των ΜΜΕ O ελληνικός Τύπος είχε μια θαυμαστή ομοφωνία, ώστε να μη ξέρεις τις διαβάζεις, τον Ριζοσπάστη ή τον Ελεύθερο Τύπο, το Πριν ή την Καθημερινή, σημειώνει ο Βασιλάκης, προκειμένου να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό «media του ολοκληρωτικού αντιαμερικανισμού». Όσο για το τι και ποιους εννοεί, πάρτε απλώς μία ιδέα στη συνέχεια. Κάνει λόγο για τον «έξαλλο κομαντάντε Β. Μουλόπουλο», τον «οιστρηλατούμενο στηλίτη της Ελευθεροτυπίας Τριάντη που εξέφρασε όλη την κτηνωδία του Ελλαδιστάν», την «τηλε-μαινάδα του ΚΚΕ Λ. Κανέλλη», «τον αστέρα του ΚΚΕ Ν. Μπογιόπουλο, ο οποίος κυριολεκτικώς έδινε γραμμή σε πολλούς άλλους αστέρες του Τύπου, από τον Τριάντη ως τον Λ. Παπαδόπουλο από τα Νέα», την «επιπόλαιη διολίσθηση της κατά τα άλλα έξοχης πένας του Παν. Μπουκάλα», αλλά και για τους «γελοιοδέστερους όλων, το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), που εξέδωσε καταγγελία εναντίον των ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου 2001». Περνάει γενεές δεκατέσσερις δεκάδες διανοουμένους για τα όσα κατά καιρούς είπαν και έγραψαν στα ΜΜΕ ανάμεσά τους τον Θ. Μικρούτσικο, το Ν. Ψυρρούκη, τον Κ. Βεργόπουλο, τον Β. Βασιλικό, τη Μ. Δούκα και άλλους πολλούς. Εξέχουσα θέση δίνεται, για ευνόητους λόγους, στον Μίκη Θεοδωράκη: «Ο Μ. Θεοδωράκης μπορεί να είναι ένας αναγνωρισμένος και διάσημος μουσικός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι απόψεις του για διεθνή θέματα, την τρομοκρατία ή την παγκόσμια φτώχεια πρέπει να έχουν περισσότερο βάρος από αυτές οποιουδήποτε άσχετου και αυτοδίδακτου ειδικού σε τοπικό καφενείο», υπογραμμίζεται με έμφαση. Φυσικά, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στο χώρο της διανόησης. Ζητά να ριχθούν χωρίς καθυστέρηση στην πυρά οι φίλαθλοι της ΑΕΚ, του ΠΑΟΚ και άλλων ομάδων που τόλμησαν να φωνάξουν αντιαμερικανικά συνθήματα! Απαιτεί το νυστέρι να μπει βαθιά, χωρίς εξαιρέσεις, στο σώμα του αντιαμερικανισμού. «Έξω από την πενθούσα αμερικανική πρεσβεία, οι βάρβαροι ιερόσυλοι φώναζαν LA, LA, fuck the USA, Μπους, ο πρώτος τρομοκράτης, ΝΑΤΟ, CIA, τρομοκρατία και άλλες ασχήμιες», γράφει ο Βασιλάκης αναφερόμενος σε διαδήλωση της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, «καρφώνοντας» μάλιστα τους πρωταγωνιστές της από το ΚΚΕ, το ΝΑΡ, τη Γένοβα 2001 και άλλες λοιπές αριστερές οργανώσεις. «Η Αθήνα ήταν η μοναδική πρωτεύουσα στην οποία την ώρα των μνημοσύνων επραγματοποιείτο αντιαμερικανική διαδήλωση», διαμαρτύρεται στη συνέχεια, ενώ παρακάτω διατυπώνει την κατηγορία ότι «εκείνες τις κρίσιμες ώρες, ο Κ. Σημίτης και η κυβέρνησή του δεν μπόρεσαν να βρουν το πολιτικό θάρρος να αντιμετωπίσουν την αντιαμερικανική δημαγωγία, γιατί δεν έχουν τη βούληση, γιατί δεν το θέλουν», κάνοντας μάλιστα λόγο για «κουτοπονηρία» και «τριτοκοσμικά κόμπλεξ» γιατί άραγε εμάς όλο αυτό μας θυμίζει την επιχειρηματολογία της αμερικανικής πρεσβείας και του Μίλερ; Πραγματικά, από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς. Από το «βετεράνο της μιλοσεβιτσικής αντίστασης στον ιμπεριαλισμό, πρώην πρόεδρο της σερβικής ΕΣΗΕΑ Ν. Κιάο», από το «διαταραγμένο παντογνώστη» Ν. Τσόμσκι (έκανε το λάθος να είναι δημοφιλής στην Ελλάδα, γι αυτό δεν γλιτώνει από την Ιερά Εξέταση) ή μήπως από τον Τ. Φωτόπουλο, τον Γ. Σταματόπουλο, τον Γ. Ρούση, τον Κ. Μπετινάκη, τον Γ. Διακογιάννη, τον Ν. Τσαγκρή, τον Δ. Δανίκα και το Β. Νέτα που κατακεραυνώνονται; Όσο για το Στάθη, ανάμεσα στους άλλους σκιτσογράφους στους οποίους γίνεται τιμητική αναφορά (Μητρόπουλος, Δερμεντζόγλου κ.ά.), έχει την τιμητική του. «Ήθελα να αρχίσω αυτό το κεφάλαιο μιλώντας για το δημοκρατικότερο γένος των γραμμάτων, τη σάτιρα, και να επισημάνω φιλικά τα τραγικά σφάλματα του σκιτσογράφου Στάθη Σταυρόπουλου της Ελευθεροτυπίας, αλλά δυστυχώς δεν βρίσκω ούτε ένα τόσο δα πρόσχημα, διότι βρέθηκε στο δρόμο που χάραξε ο Τριάντης, και όχι μόνο με τα σκίτσα του αλλά και με τα οργίλα κείμενά του, από την υποτίθεται σατιρική στήλη του, ξανάγινε ο Κνίτης που είχα γνωρίσει πριν από 25 χρόνια», γράφει ο Βασιλάκης. Φυσικά, ο συγγραφέας δεν ξεχνά να σύρει τα εξ αμάξης στον πρόεδρο της Βουλής Α. Κακλαμάνη, στην Α. Παπαρήγα, στον Ν. Κωνσταντόπουλο και τον Δ. Τσοβόλα. Πολλά παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ακόμη, αλλά κλείνουμε με μία επισήμανση: όπως και σε άλλες εκδοχές της επίθεσης που εκδηλώνεται εναντίον του αντιιμπεριαλιστικού, αντιπολεμικού, αντιαμερικανικού κινήματος, έτσι και σε αυτήν, κυριαρχεί το επιχείρημα της ενότητας Aκροαριστεράς και Aκροδεξιάς σε μία παρά φύση συμμαχία, η οποία πρέπει να απωθεί όλους τους σκεπτόμενους δημοκρατικούς πολίτες. «Όλου του ελληνισμού οι φανφαρόνοι, όλα της ρωμιοσύνης τα καμάρια, σταλινικοί, χριστοδουλικοί, νεοορθόδοξοι, νεοφασίστες, παλιοκομμουνιστές, νεοκομμουνιστές, εθνικοσοσιαλιστές, χουλιγκάνοι, εθνικολαϊκοί πασόκοι, ελαφρολαϊκοί δεξιοί, αριστεροδεξιοί και ακροδεξιοί» όλοι αυτοί είναι που ευθύνονται κατά το συγγραφέα για τον έντονο αντιαμερικανισμό που κυριαρχεί στην Ελλάδα. Προσοχή: ο διαχωρισμός μπορεί για πολλούς να είναι αυτονόητος, για αρκετούς όμως δεν είναι και εκεί ποντάρουν οι σύγχρονοι Γκεμπελίσκοι. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 14 Ιουλίου 2002
|
Τελευταία ενημέρωση 19 Ιουλίου, 2002 Ποιος είναι ο Παναγιώτης Βήχος;
για να ενημερώνεστε σε κάθε νέα ανανέωση
|
Δωρεάν ανταποδοτική διαφήμιση (επικοινωνήστε με τον webmaster) |
||||