"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ" Πολιτικά Θέματα |
||
Αρχείο
|
ΚΙΝΗΜΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ, ΤΑΞΙΚΟ
Kάθε φορά που οι ιμπεριαλιστές ξεκινούν ένα νέο πόλεμο, τρίβουν τα μάτια τους με το ?φτύσιμο που τους ρίχνουν οι Έλληνες, ιθαγενείς μιας παραδοσιακά συμμάχου χώρας, της οποίας μάλιστα οι κυβερνήσεις έχουν δώσει επανειλημμένως διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης όπως στην Κορέα, τον Περσικό, τη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και όπου αλλού κληθούν να προσφέρουν τις «ειρηνευτικές» τους υπηρεσίες. Τα ποσοστά του «όχι» είναι συντριπτικά, της τάξης του 80-90% ή και ακόμα περισσότερο, και δεν συγκρίνονται με τα αντίστοιχα καμίας άλλης χώρας του ΝΑΤΟ. Όπως είναι φυσικό, αυτό είναι κάτι που κάνει τους Αμερικανούς, πρωτίστως, κυριολεκτικά να σκυλιάζουν από το κακό τους. Ο εκάστοτε πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα μεταφέρει πάντοτε στο χαρτοφυλάκιό του τη ρητή εντολή της αλλοίωσης και, ει δυνατόν, της ανατροπής της δυσμενούς αυτής εικόνας. Συνήθως, το αποτέλεσμα είναι ότι σπάνε τα μούτρα τους, καθώς ακόμα και τα αστικά μέσα ενημέρωσης τους πάνε κόντρα είτε λόγω κεκτημένης ταχύτητας και αυξημένων αντιστάσεων από την πλευρά των εργαζομένων σε αυτά είτε επειδή είναι υποχρεωμένα να μην έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση με τις διαθέσεις των καταναλωτών των προϊόντων τους. Ακόμα και ο νυν πρέσβης Τ. Μίλερ, που μετά τις 11 Σεπτεμβρίου έχει επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου, μεθοδική και συχνά ωμή προσπάθεια μεταστροφής του κλίματος, αντιμετωπίζει εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες και τα αποτελέσματα που έχει σημειώσει μέχρι τώρα μπορούν να χαρακτηριστούν πενιχρά. Όσο για τον ισραηλινό ομόλογό του Ντ. Σασόν, βλέπει άναυδος τις προσπάθειές του να πέφτουν στο κενό, καθώς η συμπαράσταση των ελλήνων εργαζομένων, αλλά και άλλων κοινωνικών στρωμάτων, στους ηρωικά αγωνιζόμενους Παλαιστίνιους είναι πραγματικά συγκλονιστική, όπως άλλωστε παραδέχονται και οι ίδιοι. Από πρώτη άποψη, λοιπόν, η Ελλάδα είναι παράδεισος για το αντιπολεμικό κίνημα, προσφέροντας εξαιρετικά γόνιμο έδαφος για την περαιτέρω ανάπτυξή του ποσοτικά και ποιοτικά. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι έτσι όταν, στην περίπτωση που η αντιπαράθεση ξεφεύγει από τα γενικά και έρχεται στα συγκεκριμένα, δηλαδή τα ελληνοτουρκικά, το κλίμα αντιστρέφεται και γίνεται ασυγκρίτως πιο φιλοπόλεμο; Είναι έτσι όταν οι ίδιοι που δηλώνουν κατηγορηματικά αντίθετοι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις αλλά και στην καταστρατήγηση των δημοκρατικών ελευθεριών στις ΗΠΑ και πολλές χώρες της ΕΕ, με την πρόφαση του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», δεν εξεγείρονται με τα αντίστοιχα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση Σημίτη, δεν αγανακτούν με τη στρατιωτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, με τη σταδιακή μετατροπή του στρατού και σε δύναμη εσωτερικής καταστολής, ειδικά όσο πλησιάζει η Ολυμπιάδα; Η αλήθεια είναι, κατά τη γνώμη μας, ότι η στάση της νεολαίας, των εργαζομένων, αλλά και άλλων κοινωνικών στρωμάτων απέναντι στον πόλεμο και τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτόν διόλου δεν έχει κριθεί, όπως ίσως κάποιοι θα ήθελαν να νομίζουν με βάση τα φαινόμενα και τις δημοσκοπήσεις. Γύρω από αυτό το θέμα διεξάγεται ανοιχτή σύγκρουση ιδεών και πολιτικών γραμμών, η οποία συχνά γίνεται βίαιη λόγω του κλίματος που κυριαρχεί και της ευθείας αντίθεσής του με τις επιδιώξεις του κεφαλαίου και της κυβέρνησης. Έτσι, είναι φανερό ότι ο οργανωμένος κρατικός μηχανισμός, ως όργανο της αστικής τάξης, επιδιώκει πρώτα και κύρια την ενίσχυση των απευθείας κοινωνικών συμμαχιών του, με στόχο την ενδυνάμωση του ρεύματος εκείνου που όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την ενεργό συμμετοχή σε αυτούς, αλλά και την επιδιώκει. Η συγκεκριμένη προσπάθεια αποτυπώνεται με ιδιαίτερη ένταση σε τρία κυρίως μέτωπα. Πρώτον, στις ένοπλες δυνάμεις, των οποίων η αυξανόμενη συμμετοχή σε διάφορες αποστολές και επεμβάσεις δηλητηριάζει σταδιακά τις συνειδήσεις χιλιάδων στρατιωτών (κυρίως των επαγγελματιών -μισθοφόρων αλλά όχι μόνο), των οικογενειών και των φίλων τους. Δεύτερον, στα μέσα ενημέρωσης, όπου το τελευταίο διάστημα διεξάγεται ένας πραγματικά ανελέητος, αν και συχνά αόρατος πόλεμος, καθώς αναγνωρίζεται ο καθοριστικός ρόλος τους στη χειραγώγηση συνειδήσεων και την υπονόμευση κινημάτων. Τέλος, στο θέμα του ευρωστρατού. Εκεί όπου ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός επιχειρείται να προβληθεί ως προτιμότερος από τον αμερικανικό, δήθεν επειδή εμφορείται από πιο ανθρωπιστικά και ουμανιστικά ιδεώδη λες και ξεχάστηκαν ως δια μαγείας οι αποικιοκρατικές παραδόσεις της Ευρώπης ή το γεγονός ότι οι γερμανοί, γάλλοι, βρετανοί και λοιποί ευρωπαίοι κομάντος σφάζουν εξίσου στο Αφγανιστάν και συγκροτούν ένα μισητό στρατό κατοχής στα Βαλκάνια. Μέσω του ευρωστρατού, φυσικά, επιδιώκονται και ευρύτεροι στόχοι, όπως για παράδειγμα η υποταγή ή, ακόμα καλύτερα, η ενεργός συστράτευση των ελλήνων εργαζομένων στις παγκόσμιες φιλοδοξίες του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Παράλληλα, βεβαίως, και καθώς η παραπάνω εκστρατεία δεν στέφεται συχνά με επιτυχία, η αστική τάξη στρέφει την προσοχή της στο εσωτερικό του κινήματος, επιχειρώντας να γείρει την πλάστιγγα στο συσχετισμό δύναμης προς εκείνη την πλευρά που, είτε σχετικά άμεσα είτε στρατηγικά, θα εξασφαλίσουν τη δική της, τελικά, ηγεμονία. Γι αυτό άλλοτε πριμοδοτεί και άλλοτε απλώς ανέχεται διάφορα πασιφιστικά, ρεφορμιστικά και πατριωτικά ρεύματα. Δεν επιδεικνύει όμως κανένα δισταγμό στην αντιπαράθεση ή και την καταστολή, όποτε χρειάζεται, εκείνης της πτέρυγας η οποία, με σημείο αναφοράς το αντιπολεμικό κίνημα και τη συμβολή των πρωτοπόρων πολιτικών δυνάμεων και αγωνιστών, ξεδιπλώνει μια πολύμορφη, μαζική, ανατρεπτική και τελικά αντικαπιταλιστική γραμμή. Της πτέρυγας που θέτει το κοινωνικό ζήτημα στον πυρήνα της ίδιας της αντιπολεμικής δράσης, που αντιμετωπίζει το αντιπολεμικό κίνημα ως κομμάτι του ευρύτερου εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος, που το τροφοδοτεί αλλά και τροφοδοτείται από αυτό. Ένα αντιπολεμικό κίνημα το οποίο, κατ αυτόν τον τρόπο, θα συμβάλλει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στη συγκρότηση και ενίσχυση του πόλου της ανεξάρτητης, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Χαρακτηριστική της τακτικής που εφαρμόζει η ελληνική αστική τάξη είναι η στάση που τηρήθηκε απέναντι σε εκείνη την τάση η οποία, με επίκεντρο ένα σκληρό πυρήνα εκσυγχρονιστών αλλά και το υπό τον Ν. Μπίστη τμήμα του Συνασπισμού που έχει αποχωρήσει, εμφανίζεται ως ο πιο διαπρύσιος υποστηρικτής της ειρήνης, την ίδια όμως στιγμή καταγγέλλει την ΕΕ επειδή δεν προχωρά αποφασιστικά στη συγκρότηση του ευρωστρατού! Πρόκειται ασφαλώς για μία άποψη που έχει, λιγότερο ή περισσότερο, αλώσει ακόμα και τα πιο αριστερά τμήματα του χώρου αυτού, που είναι παραδοσιακά «εγκλωβισμένα» στη λογική της ευρωλαγνείας όμως έτσι, ακόμα και εάν δεν πέφτουν στην παγίδα της υποστήριξης του ευρωστρατού, είναι ανίκανα να αναπτύξουν μια αποτελεσματική γραμμή για το αντιπολεμικό κίνημα. Στο άλλο άκρο βρίσκονται, θεωρητικά, οι κάθε λογής εκφάνσεις του λεγόμενου πατριωτισμού από το «Δίκτυο 21» και τις παραφυάδες της Aκροδεξιάς μέχρι (παρ όλο που ορισμένοι θα θεωρήσουν ακραίο και εν μέρει αυθαίρετο τον παραλληλισμό) το Πατριωτικό Μέτωπο του ΚΚΕ με τους κάθε λογής Ζουράριδες. Πρόκειται για μία απολύτως επικίνδυνη γραμμή, η οποία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην υποταγή του ταξικού στο εθνικό, ταυτίζοντας τα εργατικά συμφέροντα με τις λεγόμενες εθνικές επιδιώξεις, που δεν είναι όμως παρά οι επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης, οι οποίες, κατά τον κλασικό πλέον τρόπο που πολλοί εξακολουθούν προκλητικά να αγνοούν, βαφτίζονται εθνικές! Αλλά αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο στις κορυφαίες στιγμές του αντιπολεμικού κινήματος τα ΜΜΕ επιβραβεύουν τους υποστηρικτές αυτής της γραμμής, χρεώνοντας αποκλειστικά σε αυτούς την πρωτοβουλία και «ξεχνώντας» τη ριζοσπαστική Αριστερά. Είναι φανερό όμως ότι η ηγεμονία του «πατριωτισμού» στο κίνημα και τις συνειδήσεις των εργαζομένων θα οδηγήσει δεκάδες χιλιάδες νέους να αλαλάζουν στα χαρακώματα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, αποκρύπτοντάς τους τον πραγματικό χαρακτήρα, έναν ιδιότυπο ιμπεριαλισμό που τροφοδοτείται από τις αντιθέσεις των δύο αστικών τάξεων. Θα κάνει πολλούς να αισθάνονται προδομένοι που δεν εφαρμόζεται το «δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου» και η Κύπρος κινδυνεύει να μην μπει στην ΕΕ, ξεχνώντας ότι εμείς δεν θέλουμε να είναι ούτε και η Ελλάδα στην ΕΕ δεν θέλουμε άλλωστε την ίδια την ΕΕ ενώ απαιτούμε να φύγουν όλοι οι ξένοι στρατοί από την Κύπρο! Για να μη συμβούν όλα αυτά, η επιλογή μοιάζει με μονόδρομο: «Δεν πολεμάμε για ΗΠΑ - ΕΕ - ολιγαρχία, το αίμα μας θα δώσουμε για μία άλλη κοινωνία». Διότι θα ήταν εγκληματική αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι ακόμα και οι επαναστατικές αλλαγές θα γίνουν χωρίς πολέμους. Ένας χρόνος αντιπολεμικής δράσηςΌταν πριν από ενάμιση χρόνο περίπου συζητούσα για την ανάγκη συγκρότησης μιας «άλλου τύπου» Αντιπολεμικής Κίνησης, αναφέραμε χαρακτηριστικά ότι αυτή η Αντιπολεμική Κίνηση θέλουμε να είναι μια κίνηση πιο μόνιμη και σταθερή, μακράς πνοής, που μέσα από τη δράση της θα διευρύνεται με νέους αγωνιστές και νέες συλλογικότητες των κοινωνικών κινημάτων και θα αποκτά πανελλαδικά χαρακτηριστικά. Η επιλογή μιας τέτοιας προσπάθειας δεν ήταν τυχαία. Πάτησε πριν απ όλα στις αντιθέσεις και τις εξελίξεις της εποχής μας, στην ίδια την πραγματικότητα, τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του αντιπολεμικού κινήματος, αλλά και στις νέες πραγματικά ελπιδοφόρες δυνατότητες. Στην ανάγκη ότι πρέπει να επιδιώξουμε και να συμβάλουμε πιο συστηματικά στη συγκρότηση, εμφάνιση και ανάπτυξη ενός πολύμορφου, μαζικού και ανατρεπτικού αντιπολεμικού κινήματος, το οποίο έχει ανάγκη η εποχή μας, με πιο βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά και άλλο περιεχόμενο και ποιότητα δράσης. Στη συνειδητοποίηση σε ολοένα και πιο πολλούς αγωνιστές ότι δεν αρκούν σήμερα οι μοναχικοί «Σπάρτακοι», οι «τουφεκιές στον αέρα», η αποσπασματική και η «κλεισμένη στο χώρο μας» δράση και παρέμβαση, αλλά ότι χρειάζονται πιο συνολικές απαντήσεις, πιο καθολική πολιτική δράση και παρέμβαση γύρω απ όλα τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα που διαμορφώνουν τη ζωή και το μέλλον μας. Σίγουρα η ίδρυση της Αντιπολεμικής Κίνησης Αθήνας και Πάτρας και της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης Λέσβου πριν από ένα χρόνο περίπου ήταν ένα σοβαρό και αποφασιστικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Στην κατεύθυνση της προσπάθειας δηλαδή να περάσουμε από τις διάσπαρτες αντιπολεμικές αντιστάσεις, τη δράση και την καθοριστική παρέμβαση στα ζητήματα του στρατού (Σπάρτακος, Επιτροπή Αλληλεγγύης) σε μια πιο μόνιμη και πιο συνολική αντιπολεμική δράση και παρέμβαση. Διαλέγοντας έναν πραγματικά δύσκολο δρόμο συνεύρεσης και συμπόρευσης με ανθρώπους, με διαφορετικές αντιλήψεις και διαδρομές, οι Αντιπολεμικές Kινήσεις μέσα από έναν και πλέον χρόνο δράσης πήραν μορφή και περιεχόμενο και μπόρεσαν να αποτελέσουν χώρο συσπείρωσης και δράσης αγωνιστών. Συμβάλλοντας ακόμα πιο αποφασιστικά στο ζήτημα της αντιπολεμικής δράσης, τόσο μέσα όσο και έξω από το στρατό. Οι πρωτοβουλίες και οι εκδηλώσεις για το απεμπλουτισμένο ουράνιο, τα όπλα και τους εξοπλισμούς, οι πρωτοβουλίες και η δράση των φαντάρων μέσα στα στρατόπεδα, οι διεθνιστικές εκδηλώσεις με ισραηλινούς («Yπάρχει ένα όριο»), παλαιστίνιους και τούρκους αγωνιστές δείχνουν ότι η προσπάθεια αυτή δεν είναι «μια τουφεκιά στον αέρα» αλλά κάτι μονιμότερο και με προοπτική. Σε αυτή την κατεύθυνση θέλουμε και μπορούμε να συνεχίσουμε ακόμα πιο αποφασιστικά με την ίδρυση - συγκρότηση της Πανελλαδικής Αντιπολεμικής Κίνησης. Εφημερίδα ΠΡΙΝ 9 Ιουνίου 2002
|
Τελευταία ενημέρωση 02 Ιουλίου, 2002 Ποιος είναι ο Παναγιώτης Βήχος;
για να ενημερώνεστε σε κάθε νέα ανανέωση
|
Δωρεάν ανταποδοτική διαφήμιση (επικοινωνήστε με τον webmaster) |
||||