Κώστας Καρυωτάκης

Τελευταία ανανέωση

24 Ιουν 2002


 Το αφιέρωμα στον Καρυωτάκη ανανεώνεται συνεχώς

 

Νέες σελίδες με ποιήματα-πεζά κείμενα άρθρα-απόψεις και σχόλια θα προστίθενται καθημερινά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κεντρική Σελίδα

 

Αρχική Σελίδα Καρυωτάκης

 

Επικοινωνία

 

Webmaster

 

Page design & Layout

 Άρθρα - απόψεις και σχόλια 

για τον Κώστα Καρυωτάκη

      Ο Καρυωτάκης και οι "σάτιρες"   75 χρόνια από τη γέννησή του Καρυωτάκης και «Καρυωτακισμός»  Ο μεγαλύτερος έλληνας ποιητής των άκρων    «Μηδέν και το Άπειρο»    Κάθαρσις Η αρχή της Αμφισβήτησης

75 χρόνια από τη γέννησή του

Η επέτειος που συγκέντρωσε σ' αυτές τις σελίδες παλιούς και νέους φίλους του Κ.Γ. Καρυωτάκη, -- 75 χρόνια από τη γέννησή του, -- μας καλεί σε μιαν αναδρομή, που πολλά έχει να μας διδάξει αλλά κι από πολλές παρεξηγήσεις και αβάσιμους ενθουσιασμούς να μας απομακρύνει. Το δικό μας τουλάχιστον πρώτο κέρδος από την επιστροφή αυτή στον Καρυωτάκη, που υπογραμμίζει και την αντοχή του έργου του στο χρόνο, είναι η διαπίστωση ότι το κείμενο που εγράψαμε λίγες ημέρες έπειτ' από την αυτοκτονία του, το καλοκαίρι του 1928, θα το υπογράφαμε και σήμερα χωρίς κανένα δισταγμό. Τι σημαίνει τούτο; Οι κακόβουλοι ας παραμερίσουν. Δεν προσπαθούμε να επιδείξουμε πρόωρη κριτική ωριμότητα. Θέλουμε μόνο να προβάλουμε κάτι που ολόκληρο ανήκει στον Καρυωτάκη: τη γνησιότητα και την ιδιοτυπία του, το προσωπικό στοιχείο του στίχου του, τόσο προσωπικό, που αμέσως να μπορεί να το δει, να το εκτιμήσει, -- και να το χαρεί, -- ο καθένας, ακόμα κ' ένας πολύ νέος κριτικός, που φυσικό είναι να έχει αδιάλλαχτη αρνητική διάθεση.

Έγραφε, λοιπόν, ο κριτικός του 1928 και δεν πιστεύω να είχε κάνει λάθος: Ο Καρυωτάκης ξεχώρισε από τα πλήθη των στιχουργών με το πρώτο κιόλας βιβλίο του, με τον «Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων», -- έκδοση του 1919, -- αλλά παραμέρισε κάθε αμφιβολία κι εκέρδισε και των πιο απαιτητικών την επιδοκιμασία με τα «Νηπενθή», ένα βιβλίο που μόλις τ' ανοίξεις αναδίνει εξαίσιο ποιητικό άρωμα. Το τραγούδι του Καρυωτάκη στα «Νηπενθή» είναι ένας στεναγμός. Στον κόσμο αυτόν, στέναξαν ερωτευμένοι κ' έγιναν ωραίοι στίχοι· στέναξαν γενναίοι άντρες κ' έγιναν ηρωικά τραγούδια· στέναξαν λαοί ολόκληροι κ' έγιναν επαναστάσεις και έπη. Τα «Νηπενθή» είναι ο στεναγμός του ανθρώπου, που βλέπει ότι τον έχει γονατίσει η Μοίρα. Οι τόνοι του στεναγμού είναι άπειροι. Και βέβαια δεν βγήκαν πρώτα από τα χείλη του Καρυωτάκη. Οι αιώνες, οι λαοί και οι λογοτεχνίες έχουν την ποίηση των στεναγμών τους. Αλλά ο Καρυωτάκης επρόσθεσε ακόμα έναν τόνο, που δίνει, με τα ίδια στοιχεία, μια νέα συγκίνηση.

Όσοι κρίνουν τα πράγματα από τα φαινόμενα, το τραγούδι του Καρυωτάκη δεν μπορεί παρά να το ακούσουν σαν  μοιρολόι ανθρώπου που δεν κατάφερε ν' αντιμετωπίσει τη ζωή με γενναιότητα. Με γενναιότητα! Είναι μια λέξη που τόσο τη μεταχειριστήκαμε τον τελευταίο καιρό, -- γράφει ο κριτικός του 1928, -- τόσο την κακομεταχειριστήκαμε, θα λέγαμε σήμερα, που κινδυνεύει να χάσει την έννοιά της. Στον άνθρωπο παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες να φανεί γενναίος. Και το πεδίο της μάχης ίσως να μην είναι η πιο φοβερή δοκιμασία της γενναιότητας. Ο γενναίος δοκιμάζεται περισσότερο στην καθημερινή ζωή και όχι σε μιαν εξαιρετική στιγμή, όχι σε μια στιγμή παραφοράς και παραλογισμού. Το ίδιο και ο ποιητής. Είναι γενναίος όταν κατορθώνει ν' αντέχει στην καθημερινή δοκιμασία της ψυχής του. Η δοκιμασία αυτή είναι το ανώτερο είδος γενναιότητας, η πηγή του πνευματικού πολιτισμού. Γενναίος δεν είναι εκείνος που κραυγάζει και προκαλεί τη ζωή. Και έχουμε ακούσει τόσους στιχουργούς, δικούς μας και ξένους, να κραυγάζουν και να προκαλούν! Γενναίος δεν είναι εκείνος που προτείνει το στήθος του με τέτοιο τρόπο που να μην πορεί να γίνει στόχος ή να μην καταδέχεται ο αντίπαλος να πυροβολήσει. Και η κραυγή και η ασυλλόγιστη αισιοδοξία είναι κάτι χειρότερο από δειλία: είναι ανοησία.

Ο Καρυωτάκης δεν εκραύγασε ποτέ. Τα «Νηπενθή» είναι εξομολόγηση, είναι, καλύτερα, η ομολογία ενός ποιητή, που δεν μπορεί να μείνει ευχαριστημένος από τη θέση του στη ζωή, γενικότερα από τη θέση του ανθρώπου ανάμεσα στις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο. Είναι απαισιοδοξία αυτό; Είναι νοσηρότητα; Δεν το πιστεύω. Το τραγούδι του Καρυωτάκη στα «Νηπενθή» είναι στεναγμός, για να γίνει τραγικό ξέσπασμα στα «Ελεγεία και Σάτιρες». Άλλά και στο ξέσπασμα του ο ποιητής συγκρατείται και ποτέ δεν κραυγάζει. Θρηνεί, ειρωνεύεται, σατιρίζει, σαρκάζει. Ποτέ δεν κάνει διαδήλωση του πόνου του. Και τα δείγματα αυτή της μεταβολής είναι καθαρότατα. Ένα παράδειγμα: ο «Γραφιάς» από τα «Νηπενθή» και οι «Δημόσιοι Υπάλληλοι» από τα «Ελεγεία και Σάτιρες». Στο ίδιο θέμα δύο διαθέσεις και δύο σταθμοί της ψυχής του Καρυωτάκη. Πονεί στον Γραφιά, οικτείει στους «Δημόσιους Υπαλλήλους». Και ακριβώς αυτή είναι η χαρακτηριστικότερη εκδήλωση του Καρυωτάκη. Έφτασε στη σάτιρα, για να εξευτελίσει, να ελεεινολογήσει, να ξεσπάσει, -- να καθορίσει την ιδεολογική του στάση. Γιατί ο Καρυωτάκης δεν ταίριαζε μόνο ευχάριστες ομοιοκαταληξίες. Έκανε μάχη, με τον τρόπο του, με τον στίχο του, τον σαρκασμό του, χωρίς ποτέ να παραμερίζει την πραγματικότητα και τον αμετακίνητο στόχο του, τον άνθρωπο μέσα στις αμείλικτες κοινωνίες και κάτω από τη Μοίρα

Ας προσέξουν οι νεώτεροι τον αμετακίνητο αυτόν στόχο. Από την παρεξηγημένη ηττοπάθεια του Καρυωτάκη τίποτα δεν έχουν να διδαχτούν. Όμως από τη βαθύτερη γενναιότητά του, αν, φυσικά, την ανακαλύψουν και την αισθανθούν, πολλά θα αποκομίσουν. Και προπάντων θα έχουν τούτο το μέγα κέρδος: Θα καταλάβουν ότι οι αγώνες, -- και ο Καρυωτάκης αγώνα, όπως είπαμε, έκανε με τον τρόπο του, -- οι οποιοιδήποτε αγώνες, και οι κοινωνικοί αγώνες βέβαια, δε γίνονται μόνο με θεωρίες αλλά και με αισθήματα, με την οργανωμένη σκέψη αλλά και με την ιδέα που μετουσιώνεται σε στεναγμό, σε θρήνο, σε συγκίνηση, σε ωραίο στίχο. Έτσι θα εκτιμήσουν σωστά, -- και όχι μόνο οι νεώτεροι, -- την ουσιαστικότερη αξία του έργου του Καρυωτάκη. Και δεν θα κάνουν το λάθος μερικών σύγχρονων του ή και λίγο μεταγενέστερων, που τον είδαν μονόπλευρα και δίσταζαν να του αναγνωρίσουν διάρκεια. Τη διάρκεια αυτή είμαι βέβαιος ότι θα την διαπιστώσουμε τώρα που θα ξαναδιαβάσουμε τον Καρυωτάκη και δεν θα μπορέσουμε να μείνουμε αδιάφοροι στον στεναγμό και στο λυγμό του.

ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΗΣ