Κώστας Καρυωτάκης

Τελευταία ανανέωση

24 Ιουν 2002


 Το αφιέρωμα στον Καρυωτάκη ανανεώνεται συνεχώς

 

Νέες σελίδες με ποιήματα-πεζά κείμενα άρθρα-απόψεις και σχόλια θα προστίθενται καθημερινά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κεντρική Σελίδα

 

Αρχική Σελίδα Καρυωτάκης

 

Επικοινωνία

 

Webmaster

 

Page design & Layout

 Άρθρα - απόψεις και σχόλια 

για τον Κώστα Καρυωτάκη

  Ο Καρυωτάκης και οι "σάτιρες"   75 χρόνια από τη γέννησή του Καρυωτάκης και «Καρυωτακισμός»  Ο μεγαλύτερος έλληνας ποιητής των άκρων    «Μηδέν και το Άπειρο»    Κάθαρσις Η αρχή της Αμφισβήτησης

Καρυωτάκης και «Καρυωτακισμός»

Σε κάποιο κείμενο είδα πάλι επαναλαμβανόμενο τον όρο «καρυωτακισμός».

«Καρυωτακισμός» σήμερα το 1988 δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε γύρω στα 1930 ήταν μια άτυχη λέξη προερχόμενη απότην παρεξήγηση ότι ο Καρυωτάκης ήταν τάχα μισάνθρωπος, πεισιθανάτιος κλπ. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ήταν απλώς επαναστατημένος ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες.

Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του.

Και ήταν ακόμα παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο καρυωτάκης δεν ήταν minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο οι άλλοτε αρνητές του Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε τελευταίο ποίημά του έτσι τον αποκαλεί, «μεγάλο»: «Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης». Όσο για το σεφέρη, δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή του.

Μίλτος Σαχτούρης

Ο μεγαλύτερος έλληνας ποιητής των άκρων

Τον ήπιο Καρυωτάκη τον θροΐζουν οι λεύκες.

Ο άλλος ήχος είναι η εκπυρσοκρότηση. Τον ήχο της θάλασσας τον επιθύμισε πιο πολύ απ' όλα. Πάντα τον έχανε.

Μια μέρα το φθινόπωρο, σ' ένα πάρκο, μερικά φύλλα από λεύκες μαλακά πέφτοντας ακούμπησαν τις συσπάσεις στο μέτωπο του Καρυωτάκη.

Τότε η αυτοκτονία του πήρε αναστολή.

Γυρίζοντας έγραψε ποιήματα, έκανε έρωτα, αγάπησε πάρα πολύ πολύ, μίσησε... Δεν ξέρω όμως αν προσευχήθηκε...

Την άλλη μέρα ήταν στο ίδιο ακριβώς σημείο της αχρηστείας της γραφειοκρατίας και του μισθού του.  Νιώθω την ανασφάλειά του και θυμώνω. Και στον κοινωνικό του αγών ήταν μόνος. Αυτό που ζητούσε ήταν φαίνεται πιο δύσκολο, πιο πέρα...

Τόσο παιδί, τόσο μόνος, τόσο πεινασμένος.

Στο Παρίσι ο περιπλανόμενος φυγάς εαυτός του έγινε εχθρός του. Θυμάμαι επίσης τον εαυτό του να χάνεται μέσα σ' ένα άλλο τούνελ «εκεί που δεν υπάρχει αντιμετώπιση φαρμακο-λογκή».

Προσευχήθηκε όμως; Αφέθηκε στη θάλασσα;

Πήρε τον ψυχοσωματικό του πόνο (καθώς και της εποχής του, καθώς και της πατρίδας του) τον έκανε άρπα με απεριόριστα πυκνές, απόλυτα αληθινές και πρωτοπόρες χορδές, που πάλλονται στο πάθος της μεθιστικής ζωής που χάνεται, που καταγγέλλουν δολοφονικούς τρόπους ζωής, που σπάνε  εκεί που η δεξιοτεχνία υποχωρεί κάτω από το βάρος της ανεπιθύμητης παιδικότητας, της ανεπιθύμητης απολυτότητας.

Το βλέμμα του ήταν ίσως εγκλωβισμένο και μέσα σε καρτεσιανούς φακούς, που την κρίσιμη στιγμή δεν τον α΄φησαν να ενωθεί με «τ' αστέρια που παίζαν σα μάτια», εκεί, μέσα στο δύσκολο αλλά δικό του και δικό μας σύμπαν.

Αντίθετα φάνηκε πιο επώδυνα εύκολη η καταφυγή του στις «αλγεβρικές ασκήσεις των βημάτων του» επανειλημμένο παιχνίδι - φροντιστήριο παιγμένο μέσα στην άκρως απόρητη άδεια από τρυφερότητα και μεταφυσική αίθουσα με το μικρό θρανίο, με το μικρό παιδί (ίσβως κοριτσάκι) και το φασίστα καθηγητή. Διαβαθμίσεις μάλλον δε γνώριζε.

Ο μεγαλύτερος Έλληνας Ποιητής των άκρων. Μια μέρα, όταν το καλοκαίρι ήταν στο απόγειό του ο Καρυωτάκης κυκλώθηκε από τις φλόγες του ήλιου. Έσπευσε να τις σβήσει για πάντα στην αγαπημένη του θάλασσα, όμως ούτε η θάλασσα θέλησε να τον σκοτώσει ούτε αυτός να αυτοκτονήσει μέσα της. Όταν η απόγνωση είχε την πλήρη εξουσία, εκεί που κανένα ποίημα ποτέ δεν υπήρξε, ο Καρυωτάκης παραδόθηκε στις φλόγες του. Οι διαστρεβλωμένες ανδρικές δυνάμεις τον εξαφάνισαν πρόωρα από αυτή τη ζωή. Στην πιο αδύναμη μορφή επικοινωνίας παραδόθηκε. Κι όμως τον Καρυωτάκη τον αγαπάνε και τον καταλαβαίνουν όλοι οι Έλληνες, απλά και μόνο γιατί αυτός ό,τι έγραψε, το έγραψε για να τον καταλάβουν.

Λένα Πλάτωνος

Το «Μηδέν και το Άπειρο» ενάντια σε «κάθε πραγματικότητα»

Κ.Γ.Καρυωτάκης, ένας πρόδρομος της υπαρξιακής ποίησης

Η επιτυχία του Κ.Γ. Καρυωτάκη αποδίδεται στο ότι εξέφρασε με ενάργεια την αδυναμία του απαιτητικού ανθρώπου να προσαρμοσθεί σε έναν κόσμο ηλίθιο και πληκτικό, όπως ήταν η κοινωνία της εποχής του -- και όπως εξακολουθεί βεβαίως να είναι. Ένας ποιητής ωστόσο που τολμάει την ομολογία: «αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο» και «κάθε πραγματικότητα μου είναι αποκρουστική», δεν μπορεί παρά να αντικρίζει τη ζωή, στο σύνολο των εκφάνσεών της, ως πολυκέφαλο, άσπονδο αντίπαλο. Οι δύο πεζές αυτές φράσεις του συνοψίζουν, θαρρώ, τις εκατοντάδες των στίχων που έγραψε, και περικλείουν ίσως όλους εκείνους τους άλλους που αμβλώθηκαν ομαδικώς στην ΠΡέβεζα και δεν προλάβανε να βγούνε στο φως. "Εγωπάθεια" καταλόγισε στον Καρυωτάκη ο σφύζων κριτικός της εποχής του και, δίχως να το υποπτεύεται, προέβη στην ορθότερη διάγνωση της εγγενούς (ενίοτε δε θανατηφόρου) ασθένειας των ποιητών όπου γης: ένα "εγώ" που πάσχει εγκλωβισμένο σε μιαν αφορητη εξωτερική τάξη πραγμάτων., κραταιά και αδιασάλευτη.

Στα περισσότερα ποιήματά του ο Καρυωτάκης αναλύεται με ευγλωττία σε ρομαντικές συναισθηματολογίες. Όμως είναι και κάποιες φορές, που μια μόνο λέξη του αρκεί ν' αλλάξει ριζικά τον φωτισμό. Δε λέει: «η πραγματικότητα μου είναι αποκρουστική» - η πραγματικότητα του εαυτού μου, του τόπου μου, του καιρού μου. Λέει: «κάθε πραγματικότητα». Κι αυτό το "κάθε" είναι που αναστρέφει το είδωλο τού ενδοστρεφούς ή εξωστρεφούς σχολιαστή και προβάλλει στη θέση του τη μορφή τού ανίατα πάσχοντος (και γι' αυτό οργισμένου) ανθρώπου. Ο Καρυωτάκης δεν είναι ο αντιπροσωπευτικός εκφραστής "μιανής εποχής", δεν είναι ο συνήγορος ούτε ο πολέμιος της παρακμής, δεν είναι το θύμα της γραφειοκρατικής δημοσιοϋπαλληλίας, καθώς έσπευσαν ν' αποφανθούν όσοι τον έκριναν στηριζόμενοι, πλέον του δέοντος, στα βιογραφικά στοιχεία. Αλίμονο. Είναι ένας επαναστάτης χωρίς αιτία· μια ύπαρξη που, ούτως ή άλλως, θα ασφυκτιούσε σε κάθε εποχή, σε κάθε χώρο, σε «κάθε πραγματικότητα». Δηλαδή, ένας έφηβος. (Και ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι, για όλους μας, ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής της εφηβείας μας -- μιας παρατεταμένης έστω εφηβείας). Η ριζική, ακραία, εφ' όλης της ύλης αμφισβήτηση που εκφράζει το έργο του, δεν έχει ως παραλήπτη ή ως στόχο το στενό κοινωνικό του περίγυρο, μα την κωμικοτραγική κατάληξη του ανθρώπινου όντος, που αναδύθηκε από τα σκότη του μηδενός και αξιοποίησε το δώρο της ύπαρξης με τον γελειωδέστερο και βλακωδέστερο δυνατό τρόπο. Μεταστοιχειώνοντας το μυστήριο της σάρκωσή του σε βίωμα μιζέριας και πνιγηρής καθημερινότητας. Βεβαίως με εξέπληξε η πληροφορία ότι, αυτός ο ίδιος αρνητής και αναρχικός της ζωής, υπήρξε ενεργό συνδικαλιστικό στέλεχος της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Εντούτοις, παρ' όλα τα βιογραφικά δεδομένα και τις φωτογραφίες του που σώζονται, εξακολουθώ να θεωρώ τη ζωή και την όψη του άγνωστες σε μας, όπως συμβαίνει με τον Ιζιντόρ Ντυκάς Κόμητα Λωτρεαμόν ή τον ημέτερο Ανδρέα Κάλβο.

Αυτό που εκόμισεν ο Καρυωτάκης εις την Τέχνην δεν είναι τόσο η μορφή της ποιητικής του (που εν πολλοίς ποδηγετείται απ' την παράδοση και από τους τρόπους των συγρόνων του) όσο η προδρομική, αν και έμμεση, εμφάνιση στο έργο του σοβαρών οντολογικών προβλημάυων, που έμελλε στη συνέχεια να σημαδέψουν τα σημαντικότερα επιτεύγματα της νεοελληνικής ποιήσης. Ίσως μ' αυτόν να ξεκινάει, ερήμην και του ίδιου του γράμματος των ρομαντικών του στίχων, η ιστορία της υπαρξιακής ποίησης στον τόπο μας. Είναι αυτός που έστησε τη γέφυρα για να περάσουμε από το ακαθόριστο εκείνο «spleen» κι από το «mal du siecle», που ταλάνισε τόσους Ουράνηδες, σε μια ουσιαστική αναψηλάφηση του τραγικού ερωτήματος. Και αν ακούγεται ακόμα ευκρινώς, εξήντα ακέραια χρόνια τώρα, ο αντίλαλος από την πιστολιά της Πρέβεζας, δεν είναι τόσο για να μας θυμίσει τον έσχατο σωματικό πόνο που προκάλεσε η ζωή σε ένα ποιητή, όσο για να μας καλέσει υπαινικτικά, «με το Μηδέν και το Άπειρο / να συμφιλωθούμε». Γιατί το απόλυτο του Όντος μονάχα με το απόλυτο του Μηδενός συνδιαλλέγεται -- υποσκελίζοντας τις ατελείς μορφές που η «κάθε πραγματικότητα» σκαρφίζεται για να το ξεγελάσει.

Αντώνης Φωστιέρης

ΚΑΘΑΡΣΙΣ

Εξήντα χρόνια από την αυτοκτονία του Κ.Γ. Καρυωτάκη, και μόλις που αρχίζουν να ξεθωριάζουν τα επίθετα που κάλυψαν το πρόσωπο και το έργο του ποιητή. Αν η πραγματικότητα τον ενοχλούσε τόσο πολύ όσο ζούσε, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο θα τον ενοχλούσε η μεταθανάτια εκδοχή του βίου του -- ή μάλλον οι πολλές εκδοχές, που σχεδόν όλες παρουσιάζουν τον ίδιο ως σύμβολο «δυστυχίας» και την εποχή του κατεξοχήν παρακμιακή και αντιποιητική.

Ιδιαίτερα με το κλίμα εκείνης της εποχής ασχολήθηκαν πολλοί μελετητές, ερευνώντας το ο καθένας από τη δική του σκοπιά, για να καταλήξουν σχεδόν όλοι στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αρρωστημένο, απαισιόδοξο και αντιποιητικό. Οι εξηγήσεις είναι ανάλογες με την οπτική και τη μέθοδο που χρησιμοποιεί ο καθένας τους. Τα συμπεράσματά τους όμως, κατά τη γνώμη μου, έχουν ένα κοινό λάθος: προσπαθούν να ερμηνεύσουν το ποιητικό κλίμα ερήμην της ποίησης. Ειδικότερα:

α) δέχονται ότι υπάρχουν ποιητικές και αντιποιητικές εποχές· β) δεν μας εξηγούν πώς ακριβώς γίνεται την ίδια εποχή στην Ελλάδα αλλά και στην αλλοδαπή να γράφονται άκρως αισιόδοξα ποιήματα· γ) δεν επικεντρώνουν την έρευνά τους στην κρίση της ποιητικής γραφής και στις προσπάθειες -- επιτυχημένες ή μη -- για την ανανέωσή της αλλά στην κοινωνική κρίση και τους παραμέτρους της· δ) δεν εξετάζουν το ενδεχόμενο να είναι ηθελημένο το «αρρωστημένο» ποιητικό κλίμα της εποχής.

Το θέμα παραμένει ανοιχτό. Περιορίζομαι να παραθέσω ένα μικρό αλλά άκρως χαρακτηριστικό ενός από τους κορυφαίους θεωρητικούς εκπροσώπους του Μεσοπολέμου, του Τέλλου Άγρα, που δημοσιεύθηκε το 1920 στο περιοδικό Μούσα: «Εμπουχτίσαμε πια από την ποίηση της υγείας. Θέλουμε να δοκιμάσει η αισθητική μας γεύση κάποια τροφή πιο ερεθιστική, πιο παράξενη, αλλά συγχρόνως πιο γνήσια, πιο αληθινή. Να 'ρθεις σιμότερα προς τη ζωή, θα πει να 'ρθεις σιμότερα προς την αρρώστια».

Ωστόσο οι παντός είδους προσεγγίσεις στο φαινόμενο Καρυωτάκη και την εποχή του (κοινωνιολογικές, ιστορικές, πολιτικοοικονομικές, ψυχαναλυτικές, στρουκτουραλιστικές κτλ) συνεχίζεται, διαιωνίζοντας την παρεξήγηση.

Καιρός λοιπόν μελετητές, κριτικοί και αναγνώστες να στραφούν και ν' ανακαλύψουν επιτέλους το σώμα της ποιητικής γραφής του Καρυωτάκη, όπως μας παραδίδεται ανάγλυφο και καθαρμένο στην αρτιότερη ως τώρα φιλολογική έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη, και ν' αφήσουν τον ποιητή ν' αναρχείται από τις αισθήσεις του, ακολουθώντας την εσωτερική του φωνή.

 

Χριστόφορος Λιοντάκης

 

Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη

και Η αρχή της Αμφισβήτησης

Της Λιλής Ζωγράφου


«Οι άνθρωποι πεθαίνουν αμετάκλητα. Οι ποιητές σκοτώνονται μόνο. Οι νεκροψίες δεν ωφελούν. Τα σώματα των ποιητών είναι διάτρητα από την ευαισθησία τους κι από τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Τα σώματα των ποιητών είναι σημαίες ήττας. Όμως δεν υπάρχουν ποιητές νικημένοι, όπως δεν υπάρχουν ποιητές νικητές. Υπάρχουν ποιητές.. (σελίδα 23)

Στις 28 Ιουλίου του 1928, με τον ίδιο πυροβολισμό που η Αικατερίνη Καρυωτάκη έχανε τον γιο της, αναγγελλόταν στην Ελλάδα το πέρασμα ενός ποιητή» (σελίδα 24)

 

«Να πάρουμε δύο ακραίες "κριτικές" απόψεις, από δύο ακραίες πολιτικές συνειδήσεις:

Δημαράς: Ο Καρυωτάκης δεν είναι καν ποιητής (1938)

Αυγέρης: Ένας τεχνίτης με άρρωστη συνείδηση μπορεί να προβάλλει την αρρώστια του σαν κατάσταση της ίδιας της ζωής (1956)» (σελίδα 30)

 

«Όσο είναι μικρός, λοιπόν, ο Καρυωτάκης, τα παιδιά τον αποφεύγουν. Δεν θα τρέξει, δε θα ξεφωνίσει, δε θα ξεκαρδιστεί. Περήφανος και τρομοκρατημένος, ίσως, θα καταλαγιάσει φυλακίζοντας μέσα του ένα σμάρι πουλιά που λαχταρούν να ορμήσουν στο πανηγύρι του σούρουπου. Ο λιγοστός αυθορμητισμός, που πιθανόν να του άφησε η "αυστηρή ανατροφή", θα ξεψυχήσει στην αμείλχτη κι άκαρδη αδιαφορία των συνομηλίκων του» (σελίδα 34)

 

«Ο Καρυωτάκης θα γράψει τα πρώτα του "στιχάκια" στα 16 του χρόνια. Η καλλιτεχνική δημιουργία, όπως και η τρέλα -- ναι, η παραφροσύνη -- είναι η διέξοδος από την εσωτερική σύγκρουση του ατόμου με τον κόσμο ή με το άμεσο περιβάλλον του. Η Δημιουργία είναι η πρόσκαιρη κατάργηση ενός κλίματος και η μετάβαση σ' ένα άλλο, που κατασκευάζει ο Δημιουργός, όπου και καταφεύγει για να ανασαίνει άνετα μέσα του» (σελίδα 43)

 

«Απρίλιος του '22. Η Μαρία [Πολυδούρη] είναι είκοσι χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Και τα νιάτα τους δειλά και άγρια, απελπισμένα και διψασμένα για πίστη θ' ανάβουν φωτιές τ' Αη Γιαννιού όπου σταθούν, όπου κοιτάξουν, όπου διαβούν, όποια στιγμή της μέρας, σ' όποιο σημείο της γης συναντηθούν κι αντικρίστουν τα μάτια τους. Κάθε φόρα που τα δάχτυλα του ενός θα ακουμπούν την επιδερμίδα του άλλου. Παντού θα υψώνονται φλόγες, να καίνε τις μαρτυρίες, να πυρπολούν τα ίχνη, να λαμπαδιάζουν τα ίδια τους τα σώματα. Γιατί άλλος κανείς δε θα 'ρθει, άλλος κανείς δεν είναι άξιος ούτε να αντικρίσει την εκτυφλωτική και καταστρεπτική φλόγα που ξαφνιάζει, γεννά, μεθά τα δύο τούτα παιδιά, ώσπου να τα κατακάψει» (σελίδα 46)

 

«Ο Καρυωτάκης, μέσα από τα αναρίθμητα πλέγματα κατωτερότητας, φυσικά η επίκτητα, άνοιγε άναν καινούριο δρόμο στην ποίηση της εποχής του, εξευτελίζοντας τη μεγαλοστομία, το στόμφο, την ηρωομανία και τη γλυκερή ωραιοπάθεια. Δεν ανέτρεψε απλώς αυτό το κατεστημένο, τη θεία τάξη της αστικής ποίησης, προκαλώντας την. Στάθηκε ο πρώτος αρνητής. Με τον Καρυωτάκη ξεκινάει η πρώτη υποψία ότι η ποίηση είναι ένα όπλο, το ίδιο ισχυρό και επικίνδυνο, όσο και η κοινωνική επανάσταση. Που μπορεί να γκρεμίσει αξίες, πλάνες, ψευδιασθήσεις, απάτες. Ακριβώς όπως τις συντηρούσε ως τότε η ποιητική μεγαλοστομία και η ρομαντική αβρότητα, αφήνοντας ελεύθερους τους πατριδοκάπηλους, τους εκμεταλλευτές, τους αποικιοκράτες (με μοναδική εξαίρεση τον Σολωμό και τον Καβάφη)» (σελίδα 65)

 

«Μόνο στα τελευταία εικοσιτετράωρα της ζωής του, κι όταν πια φαίνεται να 'χει αποφασίσει το θάνατό του, αναμετρά το βάθος της άρνησής του. Και τρομάζει μπροστά στο ρήγμα που άνοιξε η αναμέτρησή του με την εποχή του, που δεν τον αφομοίωσε. Και δεν τον αφομοίωσε όχι σαν αποτέλεσμα της δικής του δειλίας, των δισταγμών του, της ανικανότητας του ν' αντιδράσει, μ' έναν δυναμισμό που δεν διέθετε, αλλά γιατί στην πραγματικότητα δεν είχε τίποτα να του προσφέρει. Πόσο μακριά βλέπει ο Καρυωτάκης τη στιγμή που γράφει το τελευταίο του S.O.S., καθώς υποψιάζεται ότι αργά ή γρήγορα κι άλλοι θα δουν κι άλλοι θα υποψιαστούν και θ' απορρίψουν ό,τι και ο ίδιος, με τον κίνδυνο να παραιτηθούν όπως έκανε αυτός» (σελίδα 66)