Ανέκδοτες επιστολές
15 Νοεμβρίου 1919
25 Δεκεμβρίου 1919
4 Φεβρουαρίου 1920
Απρίλιος 1920
19 Μαΐου 1923
31 Μαΐου 1925
Ιούλιος 1925
14 Ιανουαρίου 1926
Σεπτέμβριος 1926
16 Οκτωβρίου 1926
23 Μαΐου 1927
17 Ιουνίου 1927
30 Ιουλίου 1927
Καλοκαίρι 1927
16 Σεπτεμβρίου 1927
21 Σεπτεμβρίου 1927
20 Φεβρουαρίου 1928
1928
6 Ιουλίου 1928
(11)
Αγαπητέ Χαρίλαε,
Έλαβα τα γράμμα σου καθώς και την κάρτα σου για την γιορτή μου. Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ δε σου έγραψα τόσον καιρό από ασυγχώρητη καλοκαιρινή τεμπελιά. Έπειτα όμως από όσα μου έψαλες υποκύπτω...
Τι γίνεσαι, βρε τέρας; Δεν εννοείς να ξεκολλήσης από τα κατσάβραχα που, σαν άλλο Προμηθέα, σε κάρφωσε η καθηγητική σου μοίρα, ου μην αλλά και προσπαθείς να με συμπαρασύρης στην καταστροφή που ετοίμασε για σένα ο μεγάλος Δίας;
Μάθε λοιπόν ότι δεν θα το κατορθώσης. Διότι για μένα εσοφίστηκαν οι κ.κ. Καφαντάρης και Κίρκος, πατέρες σύγρχρονοι θεών, άλλου είδους βασανιστήρια: οκτάωρος εργασία, ψυχία μισθού και άδεια γιόκ.
Και για να σοβαρευτούμε λιγο, αν και φοβούμαι ότι τώρα ίσα ίσα πρόκειτα να γίνω ευτράπελος, σού αναγγέλλω, αγαπητέ φίλε, ότι την άδεια, την οποίαν ίσως επιτύχω αργότερα, την επιφυλάσσω για τοταξείδι μου εις Παρισίους,
παρακαλώ. Πρόκειται να πάμε με το θόδωρο, το Νικο, το Χρόνη κι άλλους ακόμη. Αν αυτοί το αναβάλουν θα φύγω μόνος, διότι έπεισα τον πατέρα μου να μου δώση τα έξοδά του ταξειδιού αυτού, με το σκοπό να μπορέσω να εγκατασταθώ όπως όπως εκεί. Αυτό το θεωρώ πολύ δύσκολο, αν λάβη κανείς υπ'
όψιν την ανεργία που υπάρχει παντού, αλλά θα το επιχειρήσω. Δεν αποφασίζεις να έλθης κι εσύ μαζί μας; Δε θα ξοδέψεις πάνω από 6-7 χιλιάδες δρχ. Αλλά σε βεβαιώ ότι θα ανανεωθής, και θα επιστρέψεις σχεδόν ευχαρίστως στα δεσμά σου. Αν αυτό σου φαίνεται δύσκολο, πετάξου τουλάχιστον ως εδώ.
Τι διάβολο; Δεν αισθάνεσαι την ανάγκη; Επήλθε τόσο γρήγορα η αφομοίωσις; Εξηντλήθη η αντοχή σου; Τέλος έγινες επαρχιώτης; Μου είναι αδύνατο να το πιστέχω. Αλλά φυλάξου.
Περιμένω γρήγορα νέα σου.
Και σε φιλώ
Κωστάκης
23 - 5 - 927
***** Στο γράμμα τούτο που μου έστειλε απαντώντας σ' ένα δικό μου, όπου και πάλι τον καλούσα να 'ρθη στη Δημητσάνα να με ιδή, καθρεφτίζεται πάνω απ' όλα η ψυχική του κούραση από την καθημερίνη ζωή του γραφείου, μια κούραση τόσο
δυσκολοβάσταχτη γι' αυτόν, που δημιουργούσε διαρκώς μέσα του μια τάση προς απόδραση, χωρίς όμως να έχη και τη δύναμη να την πραγματοποιήση. Είχε σκοπό να παραιτηθή από τη θέση του, και εκτός από άλλα επαγγέλματα που φανταζόταν ότι θα μπορούσε να βρη στην Αθήνα, προπαντός λογάριαζε
να πετύχη ένα τέτοιο στο Παρίσι. Το όνειρό του εξ άλλου να πάη εκεί ήταν ο συνηθισμένος επίλογος πολλών γραμμάτων του που μου έστελνε όταν απουσίαζα από την Αθήνα. Μα όταν πραγματώθηκε, όπως αναφέρω στα Άπαντά του, η ανικανοποίητη ψυχή του γέμισε με την αγωνία του κενού της. Το
ταξίδι, όμως, που γι' αυτό μου γράφει, δεν τα κατάφερε τότε να το κάνη. Για τον Θόδωρο και Νίκο που αναφέρει, σημειώσαμε στην υπ' αριθ. 6 επιστολή. Όσο για το Χρόνη, πρόκειται για τον αδελφό του κ. Ν. Καρακάλου, φίλο κι αυτόν του Καρυωτάκη. -- Απόσπασμα της επιστολής δημοσιεύθηκε στα Άπαντα,
σελ ΧΧΙΧ-ΧΧΧ.
(12)
17 - 6 - 27
Αγαπητέ Χαρίλαε,
Σε παρακαλώ να διαβιβάσης όπου δει τα θερμά μου συλληπητήρια δια τον απρόοπτον θάνατόν σου, τον οποίον με τόσον σπάνιαν εις τα χρονικά των νεκρών καλοσύνην και προθυμίαν έσπευσες ναμου αναγγείλης αμέσως, ο ίδιος.
Δεν έχω παρά να εξάρω τας υπέροχους αρετάς του μεταστάντος, του οποίου η πολυσχιδής κοινωνική, πατριωτική κλπ. δράσις, καθώς η μαρμαρυγή φωτεινού μετεώρου καταβαραθρωθέντος ήδη εις το άπειρον, φωτίζει ακόμη τον αιγληέντα
ουρανόν της Δημητσάνης, εις πολλάς εμβάλλουσα σκέψεις τους αφελείς χωριάτας, απορούντας και διερωτωμένους το σόι άνθρωπος ήταν ο μακαρίτης.
Γαίαν έχοις ελαφράν, αείμνηστε Χαρίλαε.
Εμείς εδώ σε περιμένουμε για να κάνουμε το μνημόσυνό σου σε κάποιον υπόγειο ναό της Νέας Αγοράς.
Και για να σοβαρευτούμε, επειδή ενέσκηψε και ο σεβαστός κύριος Τμηματάρχης και μου ζητάει κάτι έγγραφα που έπρεπε ναχω γράψει, σου αναγγέλλω ότι το σπίτι μου είναι στη διάθεσή σου από την ερχόμενη Δευτέρα. Ο Θάνος έφυγε στη
Θεσ/νίκη, όπου θα μείνη για δουλειά της Τραπέζης, συμπαραλαβών και τη συμβίαν του. Το ζεύγος δε των γέρων απέρχεται την Κυριακή δίχως άλλο εις Λουτράκιον. Έτσι το σπίτι θα είναι άδειο επί 20 μέρες τουλάχιστον.
Αν δεν ετελείωσαν οι εξετάσεις, δόσε σ' όλα τα παιδιά άριστα και έλα. Σου υπόσχομαι να περάσουμε περίφημα. Υπάρχει και μεζές.
Σε φιλώ
Κωστάκης
***** Με παιχνιδιάρικη έκφραση χρωματισμένη επιστολή, απάντηση σε μια με τον ίδιο τόνο γραμμένη δική μου, όπου του ανάγγελνα ότι τάχα είχα πεθάνει από τον καημό που δεν ερχόταν να με ιδή. μαζί μ' εκείνη του έστελνα κι ένα πρόχειρα
γραμμένο αγγελτήριο της κηδείας μου, στολισμένο με κάτι παράξενα σκίτσα. Με τον ειρωνικό υπαινιγμό για την πατριωτική μου δράση υποδηλώνει πως είχε υπόψη πως και τα 4 χρόνια της στρατιωτικής μου υπηρεσίας, την εποχή της εμπόλεμης κατάστασης, τα είχα περάσει στην Αθήνα,
απεσπασμένος σε διάφορα γραφεία.
(13)
Αγαπητέ Χαρίλαε,
Έλαβα το τελευταίο σου γράμμα, πλημμυρισμένο από το μακάβριο χιούμορ σου. Δεν ξέρω πια τι να υποθέσω. Με το να απαναλαμβάνης, έπεισες τον εαυτό σου ότι είσαι μελλοθάνατος, σ' έπεισε περί αυτού ο ιατρός του χωρίου, ή απλούστατα
μου παίζεις φάρσα; Πάντως στους μπερδεμένους στίχους σου διέκρινα ένα τόνο ειλικρινείας και αληθινής συγκινήσεως. Έπειτα, ο πεζότατος αυτός επίλογος για το Λαογραφικό Αρχείο... Χριστιανέ μου, έλα στα συγκαλά σου. Γράψε μου τι σου συμβαίνει.
Εγώ θα κάμω ό,τι μπορέσω για να έρθω αυτού, όχι βέβαια δι' εξόδων σου, αλλά πρέπει προηγουμένως να ξέρω περί τίνος πρόκειται.
Αυτές τις ημέρες δημοσιεύεται ο νέος οργανισμός του Υπουργείου μας. Περιορίζεται το προσωπικό, και για τους υπαλλήλους που θα αποχωρήσουν προβλέπονται πέντε μισθοί μετά την απόλυσιν κλπ. Σκέπτομαι λοιπόν σοβαρώς να πάρω
όσα λεπτά θα μου δώσουν και να τους αφίσω υγείαν. Αλλιώς, θα ζητήσω αναρρωτική άδεια. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, πριν επιχειρήσω το απονενοημένον ταξίδι προς Παρισίους, πιστεύω να τα καταφέρω να πεταχτώ έως αυτού για λίγες μέρες. Έτσι θα θυμηθούμε τα παλιά, ωραία χρόνια, και
αναπνέοντας τον ελαφρό αέρα των Αρκαδικών βουνών, θα πάρω δυνάμεις για τη μεγάλη περιπέτεια, στην οποία επιμένω να υποβάλω το άθλιο σαρκίο μου.
Περιμένω γρήγορα γράμμα σου.
Σε φιλώ
Κωστάκης
30 - 7 - 27
***** Απάντηση σε μια δική μου έμμετρη επιστολή (βρέθηκε στα κατάλοιπά του πριν αφανισθούν), όπου με τόση αληθοφανή πειστικότητα του ανάγγελνα πως είμαι ετοιμοθάνατος, που αυτός, καθώς το δείχνει το γράμμα του, το είχε
μισοπιστέψει. Πρωτύτερα του είχα στείλει κι ένα αγγελτήριο του μνημοσύνου μου τάχα, και τον καλούσα να παρευρεθή. Απόσπασμα της επιστολής δημοσιεύθηκε στα Άπαντα, σελ, ΧΧΙΧ
(14)
Αθήναι, Δευτέρα
Αγαπητέ Χαρίλαε,
Εν πρώτοις σ' ευχαριστώ και σε παρακαλώ να διαβιβάσης και στη σεβαστή μου μητέρα σου τις άπειρες ευχαριστίες μου για τις μητρικές περιποιήσεις της.
Ήρθα με αυτοκίνητο κ' εταλαιπωρήθηκα αρκετά, γιατί εσταματήσαμε στο δρόμο λόγω βλάβης 6-7 φορές κ' έτσι το ταξίδι διήρκεσε δώδεκα ώρες. Είχαμε και βροχή ραγδαία.
Στον κ. Πολίτη επήγα χθες. Εφαίνετο κάπως δυσανασχετών, διότι δεν εδήλωσες αν θα αναλάβης στα Αρχείο, και μού είπε ότι για προαγωγή είναι αργά τώρα. Του είπα ότι θα πας στο Αρχείο και την τοποθέτησή σου την θέλεις για να
μπορέσης ενδεχομένως να επιστρέψης στη θέση σου, όταν δια λόγους υγείας δεν μπορέσης να μείνης εδώ. Του είπα επίσης ότι, εφ' όσον δεν είναι δυνατή η προαγωγή σου, θα ήθελες να τοποθετηθής τυπικώς στη Δημητσάνα. Του άφησα και το σημείωμά σου. Μου απάντησε ότι θα φροντίση και θα σου
γράψη. Ο κ. Γ. Πολίτης λείπει και θα επιστρέψη προ της 15 Σεπτ., επειδή τότε αρχίζει η εργασία στο Αρχείο.
Εν βία.
Στους δικούς σου τα δέοντα.
Σε φιλώ
Κωστάκης
Ζήνωνος 4
Ο Ανδρέας μού είπε ότι έκανε λόγο στον υπουργό, κ' εκράτησε τόνομά σου.
Κ.Κ.
****** Στην αρχή της επιστολής εκφράζει ευχαριστίες για τη φιλοξενία του στη Δημητσάνα, όπου ήρθε επί τέλους το καλοκαίρι του 1927 κι έμεινε 20 πάνω κάτω ημέρες. Στην εκεί παραμονή του, ακούραστος κι αυτός πεζοπόρος καθώς ήταν,
επιζητούσε τις μακρινές εκδρομές στα γύρω χωριά. Σε κάθε μας οδοιπορία εθαύμαζε βέβαια, χωρίς όμως να το εκφράζη, τη γραφικότητα των περίγυρα τοπίων, με τον κάποιο που το χαρακτήριζε εγωκεντρισμό, καθόλου δε λογάριαζε τους χωρικούς που απαντούσε, όπως γενικά κι όσους ανθρώπους
ακόμα θεωρούσε πως ήσαν κατώτερης τάξης κοινωνικής.Στη Βυτίνα που είχαμε πάει, μόλις μας είδε ένα μεσημέρι κάποιος ηλικιωμένος συνάδελφός μου, αμέσως προσφέρθηκε φιλικώτατα να μας κεράση ένα ούζο. Εγώ αρνήθηκα, μα ο Καρυωτάκης με σκούντησε με τρόπο για να δεχθώ. Κι όταν το πήραμε
κι ο αγαθός εκείνος συνάδελφος προθυμοποιήθηκε να μας τρατλαρη άλλο ένα, ο φίλος μου μ' έσπρωξε παρακινώντας με να το πιούμε και τούτο. -- Αυτούς τους χωριάτες δεν πρέπει να τους λυπάται κανείς, μου είπε κατόπι. Ας τους να ξοδεύουν. Έπειτα σε κάποιο άλλο χωριό, τη Γρανίτσα, ένας άλλος
συνάδελφος μου, ο θεολόγος κ. Κ. Δεμίρης, έτσι μόλις ξαφνικά με απάντησε εκεί, αμέσως με πήρε μαζί με τον φίλο μου σπίτι του, όπου με ευνοϊκή διάθεση μας φιλοξένησε, και μας έδωσε μάλιστα όταν φεύγαμε ένα δεματάκι με κρέας ψητό. Ο Καρυωτάκης, όμως, όσες ώρες μείναμε αυτού, του φερόταν
αδιάφορα, κάπως ψυχρά, και στην ερώτησή μου ύστερα γιατί φανέρωσε μια τέτοια στάση περιφρονητική σ' έναν άνθρωπο τόσο πρόθυμο κι ευγενικό, μου αποκρίθηκε χαμγελώντας ειρωνικά -- Είναι κι αυτός χωριάτης. Κάπου θα διάβασε κανένα οδηγό καλής συμπεριφοράς και θέλει να κάνει τον ευγενή.
Εγέλασε όμως με την καρδιά του τότε που ένας δημοδιδάσκαλος, σε κάποιο χωριό που είχαμε πάει, όταν τον ρώτησα αν υπάρχουν εκεί παλιές εικόνες, μου απάντησε πως βρίσκεται σε κάποια εκκλησία, μια Παναγία, μόνο που είναι λιγάκι...διεφθαρμένη· εφθαρμένη ήθελε να πη ο καψερός. Καθώς
αναφέρω στα Άπαντα (σελ. ΧΧΙΥ), ξεκινώντας ένα πρωί από τη Δημητσάνα φθάσαμε το βράδυ στην Ολυμπία, κι από εκεί γυρίσαμε πάλι πεζοί, χωρίς να καταλάβη την παραμικρότερη κούραση. Ακόμα τυχαίνει να κρατάω κάποιο σχεδιάγραμμα των αρχαιολογικών μνημείων που είχε κάνει εκεί. όταν έμενε
σπίτι, πάντα ξυπνούσε πολύ πρωί· έπαιρνε κανένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, που ωρισκόταν στο δωμάτιο που του είχαμε παραχωρήσει, κι άμα του έκανε καλή εντύπωση το διάβαζε με ενδιαφέρον. Με απληστία, θυμάμαι, είχε διαβάσει τη Γη του Ζολά, μα ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα δεν του άρεσε
καθόλου. Φαινόταν όμως τότε πάντοτε κακόθυμος, σκυθρωπός. Μετά την τραγική του χειρονομία, μου έλεγε η μητέρα μου, πως όταν κάθε πρωί του πήγαινε το πρωινό του, καθώς τον έβλεπε πάντα κατσουφιασμένο, αναρωτιώταν τι να 'χη αυτός ο φίλος μου και φαίνεται έτσι σαν αγριεμένος. -- Ο
κ. Πολίτης που αναφέρεται στο γράμμα είναι ο κ. Λίνος Πολίτης, αδελφός του κ. Γ. Πολίτη, διευθυντή τότε του Λαογραφικού Αρχείου. Τον κ. Λίνο Πολίτη τον είχα παρακαλέσει να τακτοποιήση κάποια υπόθεσή μου για μετάθεση, πριν αναλάβω υπηρεσία στο Λαογραφικό Αρχείο, όπου είχα τότε
αποσπασθή. Ο Ανδρέας ήταν πάλι ένας θείος μου, ο γιατρός Ανδρέας Καράκαλος, που, φοιτητής ακόμα, είχε καταταχθή στο σώμα των Γαριβαλδινών κι είχε πληγωθή στο Δρίσκο ταυτόχρονα σχεδόν με τον Μαβίλη, τις τελευταίες στιγμές του οποίου είχε περιγράψει στις ανέκδοτες αναμνήσεις του που
έτυχε να βρω. Γι' αυτόν αναφέρω στη μελέτη Ο Μαβίλης, ένας κριτικός του κι η Ακαδημία Αθηνών, 1957, σελ.33.
(15)
16 Σεπτεμβρίου
Αγαπητέ Χαρίλαε,
...Εγώ εμπήκα πάλι στο μαγκανοπήγαδο. Από χθες έχουμε χειμερινό πρόγραμμα. Φεύγουμε το βράδυ στις 8.
Τις προσρήσεις μου στους δικούς σου.
Σε φιλώ
Κωστάκης
Ζήνωνος 4β
(16)
Αγαπητέ Χαρίλαε,
Σήμερα είδα τυχαίως τον κ. Πολίτη και μου είπε ότι δεν έχει ειδήσεις σου πότε θάρθης και ότι θα χάσης το μισθό των ημερών της απουσίας σου.
Για την τοποθέτησή σου μου είπε ότι είναι αργά τώρα.
Τι σκέπτεσαι να κάνεις;
Η μητέρα σου πιστεύω να είναι καλά τώρα.
Σε φιλώ
Κωστάκης
21 - 9 - 27
***** Γράμμα σχετικό με την απόσπασήμου στο Λαογραφικό Αρχείο, που για τούτη αναφέραμε στις σημειώσεις της υπ. αριθ. 14 επιστολής.
(17)
Αγαπητέ Χαρίλαε,
Χαιρετισμούς από την Πάτρα και τις Πατρινούλες.
Εγώ πλήττω μέχρι μυελού οστέων.
Το Σάββατο λογαριάζω ναρθω. Θα σε περιμένω κατά τις 12 μέσα στη βιβλιοθήκη για να διοργανώσουμε κανένα γλεντάκι.
Σε φιλώ
Κωστάκης
20 -2 - 1928
***** Σε τούτο το γράμμα μού αναγγέλει πως με λιγοήμερη άδεια θα έρθη στην Αθήνα από την Πάτρα, όπου, αρχές Φεβρουαρίου του 1928, είχε αδικαιολόγητα αποσπασθή από τον τότε υπουργό της Πρόνοιας, καθώς αναφέραμε στα Άπαντα, σελ. ΧΧΥΙ -
ΧΧΥΙΙ. Στο μέρος της συνάντησης που μου είχε ορίσει για εκείνο το μεσημέρι δεν ήρθε· τα μεσάνυχτα όμως της ίδιας ημέρας, εκεί που πήγαινα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού που έμενα τότε, στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου, τον βλέπω έξαφνα από λίγο μακριά να μου πετά μικρές πέτρες, και
παραλλάζοντας την φωνή του, να λέη πως είναι κάποιος γνωστός μου, κατονομάζοντας έναν ηλικιωμένο, άνθρωπο πολύ σοβαρό που με τούτον είχα τότε κάπως σχετισθή. Αφού μάταια με αναζήτησε στο σπίτι, περίμενε αυτού την επιστροφή μου ντυμένος με σμόκιν (ήταν τότε απόκριες), μαζί με τον
ξάδελφό του Θόδωρο Καρυωτάκη, κι έτσι, καλοδιάθετος όπως ήταν, μας πήρε κατόπι και καθήσαμε σ' ένα κέντρο της οδού Πανεπιστημίου. Εμελαγχόλησε όμως κάπως εκεί, μα ύστερα και πάλι του άνοιξε η καρδιά του, όταν χόρεψε με μιαν όμορφη κοπέλα. Αυτές οι απόκριες του 1928 ήσαν οι μόνες που
πέρασε στην Αθήνα χωρίς να φορέση το ντόμινό του. γιατί, καθώς μνημονεύω στα Άπαντα (σελ. ΧΧΥΙΙ) «συνήθιζε αυτή την εποχή ντυμένος πιερρότος να γυρίζη μόνος ή και με κανένα φίλο και να γλεντάη με τον ιδιόρρυθμο του τρόπο.»
(18)
Αγαπητέ μου Χαρίλαε,
Φίλε μου, τι γίνεται; Εμένα εδώ κάτω δεν έρχεται τίποτε άλλο να με αποσπάση από την ανία μου, παρά οι Αθηναϊκές εφημερίδες περί ώραν 3 μ.μ. καθ' εκάστην, οι διαλέξεις του κ.Φιλαδελφέως, αι συναυλίαι του κ.Πλουμιστού και τα συναφή.
Περσότερο όμως από αυτά θα μ' ευχαριστούσαν τα γράμματα των συγγενών και φίλων (εδώ, λίαν επικαίρως, μυρίζει κηδεία), τα οποία όμως είναι σπανιώτατα, διότι, πλην άλλων λόγων, μου λείπουν και τα θέματα που συντηρούν συνήθως
μιαν αλληλογραφία.
Καταλαβαίνεις λοιπόν με πόση χαρά έλαβα το δικό σου γράμμα και με πόση απογοήτευση είδα τη συντομία του.
Εξ άλλου είναι αυτονόητος η απάντησις που θα σου δόσω στο ερώτημά σου. Διάβολε! Να δημοσιευθή η επιστολή μου. Και αν έχουν σκοπό να με βρίσουν (αν και δεν πιστεύω, διότι κατά βάθιος είναι ευγενείς άνθρωποι και καλοί) τόσο το
καλύτερο. Τουλάχιστον θα διασκεδάσω για λίγο την επαρχιακή μου πλήξη.
Περιμένω γράμμα σου και σε φιλώ.
Κωστάκης
***** Επιστολή αχρονολόγητη, από την Πάτρα και τούτη σταλμένη. Σχετικά με τις διαλέξεις του αρχαιολόγου Αλ. Φιλαδελφέως που αναφέρονται εδώ, μου είχε πει η κ. Βαρβάρα Θεοδωροπούλου - Λιβαδά πως έτυχε τότε σε μια από αυτές να
κάθεται κοντά στον Καρυωτάκη, παλιό γνώριμό της από το 1916. Κι αυτός, ενώ προσποιόταν ότι παρακολουθεί με προσοχή την ομιλία, της τρυπούσε κρυφά με μια καρφίτσα το πόδι -- άλλο ένα πειραχτικό δείγμα και τούτο της διχασμένης προσωπικότητάς του, που μόνο σ' όσους είχε σχέσεις
φανερωνώταν. Εκείνο πάλι που γράφει για την επιστολή που πρέπει να δημοσιευθή, αναφέρεται στο ακόλουθο περιστατικό, που σημειώσαμε στα Άπαντα (σελ. 98-99), μαζί με τις σχετικές παραπομπές: Το Φεβρουάριο του 1928 ο κ. Β. Ρώτας είχε γράψει στο περ. Ελληνικά Γράμματα μια όχι και τόσο ευνοϊκή
κριτική για τα Ελεγεία και Σάτιρες, στην οποία αμέσως έστειλε απάντηση ο Καρυωτάκης. Ο αρχισυντάκτης όμως του περιοδικού κ. Γ.Ν. Πολίτης μού είπε να γράψω του φίλου μου πως άν ήθελε να δημοσιευθή η απάντησή του, θα συνοδευόταν με σχόλια
ίσως κάπως δυσάρεστα γι' αυτόν, πράμα που έγινε κατόπιν ύστερα από την παραγγελία του Καρυωτάκη να δημοσιευθή η επιστολή. Ο ίδιος έστειλε τότε μιαν άλλη, αρκετά τούτη καυτερή για τα Ελληνικά Γράμματα επιστολή στη Νέα Εστία, δημιουργώντας έτσι
δυσαρέσκειες με ανθρώπους με τους οποίους δεν είχε άλλους λόγους να είναι ψυχραμένος. Ας σημειώσω τώρα πως η έκφραση «εδώ κάτω δεν έρχεται τίποτε άλλο να με αποσπάση από την ανία μου», που με αυτή αρχίζει η επιστολή, παρομοιάζει με την ακόλουθη, στην αρχή μιας άλλης επιστολής
του, σταλμένη τον Αυγουστο του 1924 από την Τρίπολη στον φίλο του κ. Πέτρο Χάρη: Εδώ κάτω που μένω τώρα ετελείωσα το διάβασμα του βιβλίου σου. Φέρνοντας στο φως την επιστολή ο κ. Χάρης είχε σημειώσει: Εκεί κάτω στην επαρχία, στην απομόνωση. Ώσπου αυτό το "εκεί κάτω" έγινε το
τραγικό "εκεί απάνω" η μοιράια Πρέβεζα (Ν.Εστία, 1 Ιανουαρίου 1943, σελ. 49)
(19)
Πρέβεζα 6 Ιουλίου
Αγαπητέ Χαρίλαε,
Να για να δροσιστής. [Λίγες λέξεις σκισμένες] Μην παραξενευτής εάν μιαν των ημερών με ιδής καταφθάνοντα με το κλασικό μου μπαούλο. Έμαθα πως έκανες μια εμπορική πράξι. Σε καλή μεριά.
Σε φιλώ
Κωστάκης
***** Κάρτα που παριστανει θαλάσσια λουτρά. Ένα δελτάριο ακόμα είχε στείλει από την Πρέβεζα και στον Κλέωνα Παράσχο, που το μνημονεύει στο άρθρο του Κώστας Καρυωτάκης, δημοσιευμένο στην εφ. Πρωία 28 Ιουλίου 1928. Τις
παραμονές της αυτοκτονίας, γράφει εκεί, μου είχε στείλει ένα σύντομο δελτάριο. Στις τρεις τέσσερις φράσεις που περιείχε, εύρισκε τον τρόπο να κάνει πνεύμα! Κι όμως θα είχε κιόλας αποφασίσει τη μοιραία του πράξη και η ψυχή του θα εξεχείλιζε από την τρομερώτερη θλίψη. Αλλ'
έπρεπε να κρυφθή και τις τελευταίες του στιγμές ακόμη, να κρυφθή απ' όλους, γιατί τέτοια ήταν η φύση του και γιατί αυτό του επέβαλε η αξιοπρέπειά του. Πιθανότατα όμως την τελική απόφαση της τραγικής φυγής του να την είχε πάρει άξαφνα τις τελευταίες δύο ή τρεις ημέρες της αυτού
παραμονής του. Γιατί δύσκολα μπορεί να εξηγηθή πώς τέσσερες μόλις πρωτύτερα ημέρες, σε μια επιστολή του (Άπαντα, σελ 252), καλούσε και μένα, μαζί με άλλους δύο φίλους του να πάμε να τον ιδούμε, πώς στην πιο πάνω κάρτα μουμηνούσε, πως ο ίδιος θα ερχόταν στην Αθήνα, μια που επρόκειτο, καθώς
είχα μάθει, να πα΄ρη 45 ημέρες άδεια, που κατόπιν την έλαβε κιόλας. Κι ακόμα, άλλο στοιχείο ενισχυτικό της άποψης αυτής, πώς είχε καταθέσει, όπως βεβαιώθηκα, στο κατάστημα της εκεί Εθνικής Τραπέζης 2000 δραχμές, τη μόνη (και, φυσικά, την τελευταία) κατάθεση που είχε κάνει σε ολόκληρη τη
ζωή του. Για τούτην άλλωστε, υποκειμενική καθώς είναι η αφετηρία της ποίησής του, κάνει λόγο στο τελευταίο του ποίημα, την Πρέβεζα:
Βάσις, φρουρά, εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης.
Πρώτη κατάθεσις δρχαμαί τριάντα.
Αλλά κάποια εξήγηση, έστω και πιθανοφανής της μοιραίας του χειρονομίας θα μπορούσε ίσως να δοθη, αν γινόταν να δημοσιευθή χωρίς περικοπές το γράμμα εκείνο που είχε γράψει λίγη μόλις ώρς πριν μας αφήση. Από τη Διοίκηση της
Χωροφυλακής της Πρέβεζας παρμένο, βρίσκεται στα χέρια μου ένα πιστό αντίγραφο ολόκληρου του γράμματος, που από τούτο ο αδελφός του ποιητή, εύλογα αξάλλου παράλειψε δύο μικρά αποσπάσματα όταν δημοσιεύθηκε.
Αυτά είναι τα γράμματα του άμοιρου φίλου μου που έχουν περισωθή. Γιατί πολλά από τούτα, κι ανάμεσα τους όλα τα σταλμένα από τη Σύρα και την Άρτα, εκεί που πέρασε ένα μικρό διάστημα της υπαλληλικής του θητείας,
δεν εφρόντισα τότε να ασφαλιστούν, όπως άλλωστε και μερικά σημειώματα και μπιλιέτα που μου άφηνε στο σπίτι όταν έλειπα, κι όπου μαζί με τυπικές εκφράσεις ή ειδοποιήσεις, εύρισκε, τις περισσότερες φορές, τον τρόπο να κάνη τα συνθησιμένα του αστεία. Όσα έχουν απομείνει τα φέρων τώρα
στο φως ύστερ' από μια πολυχρόνια λήθη με την ελπίδα πάντοτε πως δεν τα ξαναρίχνω μέσα σε μιαν άλλη.
Ανέκδοτες επιστολές Μέρος 1ο
|