"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ"

Θρησκεία και Εκκλησίες στον σύγχρονο κόσμο

Αρχείο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ ΤΥΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΙΔΕΩΔΟΥΣ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ 

διδάκτωρΦιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 

Σκοπός του άρθρου μας δεν είναι η διερεύνηση της Θρησκείας ή του χριστιανισμού εν γένει, αλλά η εξέταση του τελευταίου ως τυπικού παραδείγματος θρησκευτικού ιδεώδους. Με τη λέξη ιδεώδες εννοούμε: α) την αντίληψη του ανθρώπου (ομάδας ανθρώπων) περί τελειότητας και β) τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Υπό το πρίσμα των δύο αυτών πτυχών θα πραγματευτούμε το εν λόγω θέμα.

Θα θέλαμε αμέσως να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται να γίνει λόγος περί ενός ιδιόμορφου ιδανικού το οποίο, λόγω ακριβώς του θρησκευτικού χαρακτήρα, διαφέρει σημαντικά από τα άλλα κοινωνικά ιδεώδη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κύριος σκοπός δεν συνίσταται στην τελειοποίηση της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά στην προσέγγιση της τελειότητας κάποιου υποτιθέμενου υπερφυσικού-επουράνιου κόσμου, μπροστά στον οποίο η οποιαδήποτε επίγεια πραγματικότητα εκλαμβάνεται ως αιώνια ατελής. Εξαιτίας της διακηρυσσόμενης πίστης στο απόλυτο (το Θεό), το χριστιανικό ιδεώδες ενσαρκώνει την οριακή διάσταση εκείνης της πτυχής κάθε ιδανικού η οποία έγκειται στην αναζήτηση ενός τέλειου κόσμου. Αυτή ακριβώς η εξιδανίκευση της απόλυτης, υπερβατικής τελειότητας αποτελεί και το τυπικό γνώρισμα του θρησκευτικού ιδεώδους εν γένει. Ταυτόχρονα, η συνειδητοποίηση και διατύπωση των ύψιστων σκοπών της ανθρώπινης δράσης στα πλαίσια της θρησκευτικής συνείδησης οδηγεί τους πιστούς σε μια αδιέξοδη προοπτική, η οποία συνεπάγεται, τελικά, την κομφορμιστική αποδοχή και υποταγή στο εκάστοτε κοινωνικό status quo. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο θεωρούμε επίκαιρη την κριτική εξέταση του χριστιανισμού ως ιδεώδους, έχοντας υπόψη επίσης και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, μετά από μια σημαντική υποχώρηση των γνωστών επαναστατικών ιδεών και κινημάτων που συγκλόνισαν τον αιώνα μας, διάφορες θρησκείες προβάλλονται ως εναλλακτική έκφραση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, στρέφοντας ταυτόχρονα την τελευταία σε ακίνδυνη και αδιέξοδη κατεύθυνση.

Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η επιλογή του χριστιανικού ιδεώδους για την ανάλυσή μας συνδέεται με την τεράστια επιρροή την οποία αυτό άσκησε στην ιστορία των ευρωπαϊκών λαών και μέσω αυτών στην παγκόσμια ιστορία. Η συγκεκριμένη θρησκεία αποτέλεσε τόσο την κυρίαρχη ιδεολογία καταπιεστικών καθεστώτων, όσο και τη βάση διαμόρφωσης πολλών ριζοσπαστικών ουτοπιών και την ιδεολογική σημαία της αντι-εξουσιαστικής δράσης των μαζών.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της ιστορικής συγκυρίας στην οποία εμφανίστηκε ο χριστιανισμός είναι η βαθύτατη απελπισία των κατώτερων στρωμάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όσον αφορά τις δυνατότητές τους να αποκαταστήσουν, να διατηρήσουν ή ακόμη και να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση. Οπως εύστοχα επισημαίνει ο Φ. Ενγκελς, "για όλους αυτούς ο παράδεισος είχε χαθεί πίσω τους, για τους κατεστραμμένους ελεύθερους ήταν η πρώην πόλις, πόλη και κράτος ταυτόχρονα, της οποίας οι πρόγονοί τους υπήρξαν κάποτε ελεύθεροι πολίτες, για τους δούλους-αιχμάλωτους πολέμου ήταν ο καιρός της ελευθερίας, πριν την αιχμαλωσία και την υποδούλωση, για τους μικροαγρότες το εξαφανισθέν κοινωνικό σύστημα των γενών και η κοινοκτημοσύνη της γης"(1) Ηταν μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα απ΄ αυτή στην οποία εμφανίστηκαν οι κοινωνικές ουτοπίες της αρχαιότητας: η κορυφαία ουτοπία του Πλάτωνα, καθώς και εκείνες του Φαλέα, του Ιππόδαμου, του Ευήμερου, του Ιάμβουλου. Στις εν λόγω ουτοπίες συναντάται ακόμα η ελπίδα για μια ολική ή μερική επαναφορά της προταξικής κοινοκτημοσύνης, για την πραγματοποίηση στον ανθρώπινο κόσμο του ιδεώδους της κοινωνικής ισότητας και αλληλεγγύης. Αυτή η ελπίδα καλλιεργούνταν και από την ευρύτερη αντίληψη των αρχαίων περί χρόνου, σύμφωνα με την οποία η πορεία της εξέλιξης διαγράφει κύκλο. Ως εκ τούτου, το μέλλον θεωρούνταν επανάληψη του παρελθόντος, κάτι που επέτρεψε την προσμονή μιας νέας ελεύσεως της αρχέγονης "χρυσής" εποχής.

Η παραπάνω αντίληψη ανατρέπεται πλήρως στο χριστιανικό ιδεώδες, όταν η επίγεια κοινωνική αρμονία ανακηρύσσεται χαμένος παράδεισος και τοποθετείται οριστικά στο παρελθόν. Ομως αυτή η ανατροπή δεν συντελείται αμέσως. Αρχικά, στο περιβάλλον των ιουδαιοχριστιανικών κοινοτήτων, στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αιώνα μ.Χ., διαδίδονται ιδέες που κατακρίνουν την υπάρχουσα κοινωνία και κηρύσσουν το σύντομο ερχομό εξ ουρανού ενός βασιλιά-σωτήρα (Μεσσία), ο οποίος θα εγκαθιδρύσει το χιλιετές κράτος του στη γη. Τα μέλη αυτών των κοινοτήτων αρνούνταν τον πλούτο και την ιδιοκτησία και οργανώνονταν στη βάση της κοινοκτημοσύνης των αγαθών. Αυτό το ιουδαιοχριστιανικό ιδανικό του "Βασιλείου του Θεού" αποτελούσε, στην ουσία, μια περίπτωση εξιδανίκευσης της προταξικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με τις ιουδαϊκές εσχατολογικές προσμονές.

Αργότερα, όμως, από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., η σταδιακή υποχώρηση του ιουδαιοχριστιανισμού και η διαμόρφωση των καθαυτό χριστιανικών δοξασιών αποκαλύπτουν μια στροφή στις διαθέσεις των λαϊκών στρωμάτων. Η προσμονή της ελεύσεως στη γη μιας ιδεώδους εποχής δίνει τη θέση της στη φροντίδα για την ατομική σωτηρία του καθενός στους ουρανούς. Κατά την παρατήρηση του Ι.Α. Κριλέεφ, "η θέση της γενικής, συλλογικής εσχατολογίας" κατέλαβε τώρα "η ατομική εσχατολογία"(2) Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι την κοινωνική βάση του υπό διαμόρφωση χριστιανικού ιδεώδους αποτέλεσαν κυρίως μικροϊδιοκτήτες παραγωγοί, εμπλεκόμενοι στις εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις.(3) Επρόκειτο για μια ιστορική συγκυρία (2ος αι. μ.Χ.) όπου το απόγειο της ανάπτυξης του δουλοκτητικού συστήματος συνδυαζόταν με τη βαθύτερη κοινωνική αποξένωση που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος, καθώς επίσης και με την παρακμή όλων των προηγούμενων μορφών πολιτειακής οργάνωσης, οι οποίες εγγυούνταν και υπερασπίζονταν τη θέση του ατόμου στην κοινωνία. Η δεδομένη κατάσταση υπονόμευε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις και οδηγούσε στην απογοήτευση σχετικά με την πιθανότητα βελτίωσης της ζωής τους. Αυτή η απώλεια της ελπίδας σε μια καλύτερη κοινωνική πραγματικότητα συνεπαγόταν ταυτόχρονα τη θεώρηση του ανθρώπινου κόσμου ως αθεράπευτα ατελούς και ως αδιέξοδου για κάθε προσπάθεια ικανοποίησης των αναγκών του ατόμου.

Αλλά όταν οι άνθρωποι θεωρούν τον κόσμο τους αδιέξοδο, τότε η μόνη προοπτική αναζήτησης διεξόδου στα προβλήματά τους συνδέεται με την υπόθεση της ύπαρξης κάποιας υπερφυσικής, θείας πραγματικότητας. Ο Λ. Φόυερμπαχ, αναφερόμενος στη δεδομένη κατάσταση, υποστηρίζει ότι "τούτη εδώ η ζωή πάνω στη γη χάνει όλη της την αξία της: η πίστη στην ουράνια ζωή είναι η πίστη στη μηδαμινότητα και την απουσία της αξίας τούτης της ζωής".(4) Κατά την άποψή μας, το χριστιανικό ιδεώδες, όπως και η θρησκεία εν γένει, αποτελούν προϊόν της αγεφύρωτης διάστασης μεταξύ των αναγκών, των συμφερόντων, των επιθυμιών και στόχων του ανθρώπου, από τη μια πλευρά, και των συνθηκών, προϋποθέσεων, μέσω ικανοποίησης και υλοποίησής τους, από την άλλη. Ταυτόχρονα εκφράζουν μια απεγνωσμένη προσπάθεια υπέρβασης στην ανθρώπινη συνείδηση της εν λόγω διάστασης. Αν θυμηθούμε για μια ακόμη φορά τον Λ. Φόϋερμπαχ, αυτός σχολιάζει τη συγκεκριμένη προσπάθεια ως εξής: "Αλλά το συναίσθημα των ορίων είναι δυσάρεστο, στη θεώρηση αυτή κατέχει εκείνο που διαφορετικά του λείπει"(5).

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η διάσταση μεταξύ των σκοπών που επιδιώκει ο άνθρωπος και των αντικειμενικών δυνατοτήτων υλοποίησής τους, τόσο πιο απατηλές μπορεί να είναι οι αντιλήψεις του για τις πιθανές διεξόδους από τη δεδομένη κατάσταση. Η πλήρης ανικανότητα των ανθρώπων εκείνης της εποχής να αντιμετωπίσουν την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τους οδήγησε στην αναζήτηση μιας φανταστικής τελειότητας στους ουρανούς της θρησκευτικής συνείδησης. Στο χριστιανισμό το στοιχείο της τελειότητας εξαιρείται πλήρως από την επίγεια πραγματικότητα και αποδίδεται ως η πλήρης άρνηση του φυσικού, ως μια απόλυτη οντότητα. Ταυτόχρονα ο Θεός ανακηρύσσεται σε ύψιστο σκοπό και μύχιο νόημα ύπαρξης της πλάσης. Οτι δημιουργεί ο θεός το δημιουργεί για τον εαυτό του: "ότι εξ αυτού και δι αυτού και εις αυτόν τα πάντα" (Προς Ρωμαίους, ια΄ 36). και μόνο αυτός εμπεριέχει την αιτία, τον κανόνα και το σκοπό της δραστηριότητάς του. Ολα τα δημιουργήματά του στερούνται μιας τέτοιας αυτονομίας, υπάρχουν μόνο εξαιτίας και χάριν του θεού. Ο άνθρωπος, φυσικά, δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση: "εάν τε γαρ ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκομεν"(Προς Ρωμαίους, ιδ΄ 8).

Οταν όμως ιδεώδες καθίσταται η ιδέα της απόλυτης οντότητας, δηλαδή κάτι τινός εκτός χρόνου και χώρου, αδιαφοροποίητου και μη υποκείμενου σε δεσμούς και σχέσεις, τότε το εν λόγω ιδεώδες παύει να αποτελεί πραγματικό σκοπό και είναι ασύμβατο με οποιαδήποτε σκοποθεσία. Ο αληθινός σκοπός προϋποθέτει τη διαμεσολάβησή του από τα κατάλληλα μέσα, ενώ η έννοια του απόλυτου αποκλείει κάθε διαμεσολάβηση. Στο απόλυτο τα πάντα υπάρχουν εξαρχής και ταυτόχρονα δεν υπάρχουν, διότι δεν υπάρχει γίγνεσθαι. Ο Θεός, ως το απόλυτο, είναι την ίδια στιγμή ο σκοπός και το μέσο στην πλήρη τους ταύτιση. Γι΄ αυτόν το λόγο η έννοια του θεού συνιστά μια αντιδιαλεκτική και ταυτόχρονα πλασματική σύζευξη σκοπού και μέσων, ενώ κατ΄ ουσίαν αποτελεί την άρνηση των δύο και της αλληλεπίδρασής τους.

Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι η έννοια του απόλυτου, επειδή ακριβώς αποκλείει κάθε προσδιορισμό (εφόσον omnis determinatio est negatio), δεν επιδέχεται καμιά λογική ανάπτυξη και κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Πλάτωνα, θα λέγαμε αναφορικά με το απόλυτο πως "οιδ άρα όνομα έστιν αυτώ ουδέ λόγος ουδέ τις επιστήμη ουδέ αίσθησης ουδέ δόξα... άρα ουδέ... γιγνώσκεται, ουδέ τι των όντων αυτού αισθάνεται"(6) Για τις παραπάνω αιτίες, όλη η θρησκευτική διδασκαλία περί θεού δεν μπορεί να αποδειχτεί λογικά, παρά πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάτι το δεδομένο, δηλαδή ως αντικείμενο πίστης. Ετσι, λοιπόν, η θρησκευτική συνείδηση μοιραία καταλήγει στο γνωστό ισχυρισμό: "credo, quia absurdum est"(7) Σύμφωνα με την επισήμανση του σοβιετικού φιλοσόφου Β.Α. Βαζιούλιν, "η θρησκευτική συνείδηση συνολικά αποτελεί συνείδηση η οποία υπάρχει και υλοποιείται διά της αρνήσεως της συνείδησης"(8).

Eντούτοις, σε αντιδιαστολή με τα προηγούμενα, η χριστιανική θρησκεία δεν στερείται νοηματικού περιεχομένου, το οποίο μάλιστα συνοψίζεται κυρίως σε δύο αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες ιδέες: α) την ιδέα του αμαρτωλού χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής και β) την ιδέα της σωτηρίας. Η ιδέα της αμαρτίας θεωρεί όλους τους ανθρώπους το ίδιο υπεύθυνους για όλες τις δυστυχίες που μαστίζουν τον κόσμο. Επιπλέον, αντικαθιστά το καθήκον του αγώνα εναντίων των κοινωνικών δεινών με το καθήκον της ξεχωριστής λύτρωσης του καθενός από τις αμαρτίες του. "Σε όλα τα παράπονα", αναφέρει ο Φ. Ενγκελς, "για τους δύσκολους καιρούς και την καθολική υλική και ηθική εξαθλίωση, η χριστιανική συνείδηση της αμαρτίας απαντούσε: ναι, έτσι είναι, και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Για τη διαφθορά του κόσμου ευθύνεσαι εσύ, ευθύνεσθε όλοι σας..."(9) Ταυτόχρονα, το χριστιανικό ιδεώδες προτείνει στους ανθρώπους την παρήγηρη προοπτική της σωτηρίας, της λύτρωσης από την αμαρτία. Από εδώ προκύπτει και η διδασκαλία περί του Χριστού-σωτήρος, ο οποίος με τη θυσία του εξαγόρασε όλα τα αμαρτήματα του κόσμου και τώρα το μόνο που απομένει να πράξει ο άνθρωπος για να σωθεί είναι να δεχτεί τη θυσία του Χριστού και να ακολουθήσει τη διδασκαλία του.

Εχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι η επινόηση, στα πλαίσια της θρησκευτικής συνείδησης, ενός υπερφυσικού κόσμου και η εξιδανίκευσή του καλούνται να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες και ιδιαίτερα σημαντικές ανθρώπινες ανάγκες: να προσφέρουν την ελπίδα της πραγματοποίησης των ανθρώπινων πόθων, να προτείνουν προοπτική και κατεύθυνση στην ανθρώπινη δραστηριότητα, να προσδώσουν, εν τέλει, κάποιο νόημα, έστω και απατηλό, στην ανθρώπινη ζωή. Αναφορικά με την εν λόγω "αποστολή" της θρησκείας, ο Κ. Μαρξ έγραψε την περιβόητη φράση: "...Θρησκεία είναι η ανάσα του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως ακριβώς είναι και πνεύμα των άψυχων συνθηκών. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού".(10) Στη διατύπωση αυτή δίδεται ένας γενικός χαρακτηρισμός του ρόλου της θρησκείας ως υποκατάστατου λύτρωσης από τις σκληρές και απάνθρωπες κοινωνικές σχέσεις. Συγκρίνοντας τη θρησκεία με το όπιο, ο θεωρητικός του προλεταριάτου επισημαίνει εμφατικά την πλασματική ανακούφιση που προσφέρει αυτή στον άνθρωπο, μιας και η ανακούφιση επιτυγχάνεται μόνο διά της φυγής του ατόμου από την πραγματικότητα και της βύθισής του σ΄ ένα φανταστικό, απατηλό κόσμο. Την ίδια όμως στιγμή, η προσφερόμενη πλασματική ανακούφιση αναπληρώνει το κενό της απουσίας πραγματικών δυνατοτήτων σωτηρίας από τα βάσανα της ζωής.

Περιγράφοντας το συγκεκριμένο μηχανισμό λειτουργίας της θρησκείας ως "οπίου", δηλαδή ως μέσου παρηγόριας και καταπράυνσης, ο Ντ. Μ. Ουγγρινόβιτς αναφέρει τα εξής: "Η λατρεία του Θεού, η προσευχή... αντιπροσωπεύουν ιδιόμορφα μέσα και τρόπους άρσης των αρνητικών συγκινήσεων... Οι πιστοί απευθύνονται στο θεό με την ελπίδα ότι θα τους λυτρώσει από τα βάσανα... Και ακριβώς επειδή πιστεύουν στην ύπαρξη και την παντοδυναμία του, η προσευχή τούς προσφέρει ψυχολογική ανακούφιση και παρηγοριά. Αυτός είναι ο κοινωνικοψυχολογικός μηχανισμός της θρησκευτικής κάθαρσης"(11) Στη συγκεκριμένη "υπηρεσία" του θρησκευτικού ιδεώδους έγκειται, κατά τη γνώμη μας, η εξαιρετική γοητεία και επιρροή που αυτό ασκούσε και ασκεί στους πιστούς. Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε πως, μολονότι η ψευδαίσθηση μιας προοπτικής λύτρωσης από τα βάσανα του "άκαρδου κόσμου" βοηθά τους δυστυχισμένους της γης να υποφέρουν στωικά τις δοκιμασίες, δεν καταργεί όμως την ίδια την πηγή των τελευταίων, ούτε παροτρύνει τους ανθρώπους σε κάτι τέτοιο. Ετσι, η παρηγοριά και η ανακούφιση που προσφέρει η θρησκευτική πίστη συνιστούν κοινωνική χειραγώγηση διότι, κατά την ορθή παρατήρηση του Β.Ι. Λένιν, "...όποιος παρηγορεί το δούλο, αντί να τον ξεσηκώσει ενάντια στη δουλεία, αυτός βοηθάει τους δουλοκτήτες"(12).

Ειρήσθω εν παρόδω ότι στα προαναφερθέντα λόγια του Κ. Μαρξ δίδεται έμφαση στις αντικειμενικές αιτίες γένεσης και ύπαρξης της θρησκείας. Ως τέτοιες αιτίες εννοούνται, στη συγκεκριμένη φράση, η κοινωνική αποξένωση και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η θέση αυτή του Κ. Μαρξ μπορεί να εκληφθεί και ως έμμεση κριτική της άποψης, που ενίοτε συναντάμαι στους εκπροσώπους του Διαφωτισμού, ότι κύριο ρόλο στη γένεση και εδραίωση της θρησκείας παίζει η συνειδητή και σκόπιμη εξαπάτηση του λαού από την εξουσία και τον κλήρο(13). Σε αντιδιαστολή με τους Διαφωτιστές, οι οποίοι έβλεπαν στις απατηλές ιδέες και στην ιδεολογική παραπλάνηση των ανθρώπων την αιτία των βλαβερών κοινωνικών καθεστώτων, ο Κ. Μαρξ εξέταζε τις απατηλές ιδέες, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκείας, ως απόρροια ακριβώς των καθεστώτων αυτών. Συνεπώς, σύμφωνα με τη μαρξική άποψη, η χειραφέτηση της κοινωνίας από τα δεσμά της θρησκείας δεν δύνανται να προκύψει αίφνης, ως αποτέλεσμα διαφώτισης του λαού σχετικά με την αληθή εικόνα του κόσμου. Η θρησκεία δεν μπορεί να καταργηθεί εφόσον διατηρούνται οι ρίζες της στην κοινωνία, όπως είναι αδύνατο να επιβληθεί διά της βίας στους ανθρώπους μια υλιστική, αθεϊστική κοσμοθεωρία. Για την εξάλειψη της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραίτητες ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες, οι οποίες συνδέονται με την πλήρη υπέρβαση της κοινωνικής αποξένωσης στα πλαίσια του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ο ρόλος του χριστιανικού ιδεώδους, αναφορικά με την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών (την υπόδειξη προοπτικής άρσης των αδιεξόδων, λύτρωσης από τις δυστυχίες και εκπλήρωσης των μύχιων πόθων του ατόμου), προϋποθέτει και επιβάλλει την παράβαση των λογικών περιορισμών της έννοιας του απόλυτου και τη μετατροπή του σε τελικό σκοπό. Μάλιστα, η υλοποίηση του σκοπού αυτού, της ένωσης δηλαδή του ανθρώπου με το Θεό, όχι μόνο θεωρείται δυνατή αλλά αποκτά στη θρησκευτική συνείδηση και χρονική διάσταση: κλασικό παράδειγμα οι δοξασίες περί "Δευτέρας Παρουσίας". Ο ύψιστος και τελικός αυτός σκοπός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσμονή ενός απόλυτου τέλους του κόσμου, κάτι που καταμαρτυρεί το εσχατολογικό στοιχείο του χριστιανισμού. Εφόσον όμως εξιδανικεύεται και κηρύσσεται το φαταλιστικό τέλος του κόσμου, τότε προϋποτίθεται η εξαρχής ύπαρξη στο ιδεώδες-ύψιστο σκοπό των μέσων και της πορείας υλοποίησής του. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ένας τέτοιος φαταλιστικός σκοπός αντιπροσωπεύει τη φαντασιακή υπέρβαση της εξάρτησης των σκοπών-ιδεωδών από τους περιορισμούς που θέτουν και την επίδραση που ασκούν οι υπάρχουσες σε κάθε ιστορική συγκυρία δυνατότητες και μέσα πραγμάτωσής τους. Το εσχατολογικό στοιχείο, ως ιδιότητα όλων εκείνων των ιδεωδών που επαγγέλονται την αναπόφευκτη, φαταλιστική υλοποίηση των στόχων τους, είναι συμβατό μόνο με ένα και μοναδικό "μέσο": το θαύμα. Το θαύμα είναι ακριβώς εκείνο το "μέσο" στο οποίο καταφεύγει η ανθρώπινη φαντασία αναζητώντας τρόπους επίτευξης κάποιου ιδιαίτερα ποθητού στόχου, για τον οποίο η ανθρώπινη σκέψη αδυνατεί να βρει υπαρκτά μέσα. Οπως υποστηρίζει ο Λ. Φόυερμπαχ, "... η θαυματουργική δραστηριότητα διαφέρει από τη συνηθισμένη πραγματοποίηση ενός σκοπού από το ότι πραγματοποιεί ένα σκοπό χωρίς μέσα, από το ότι επιτυγχάνει μια άμεση ενότητα της επιθυμίας και της ολοκλήρωσής της..."(14). Η οποιαδήποτε εσχατολογία, από τη στιγμή που προϋποθέτει την αναπόφευκτη πραγματοποίηση του τελικού σκοπού της, δηλαδή την πραγματοποίηση του ιδεώδους ανεξαρτήτως μέσων και, συνεπώς, διά παντός μέσου (δι΄ όλης της ιστορικής εξέλιξης) ή γενικά άνευ μέσων, σημαίνει στην ουσία τη μοιρολατρική προσμονή κάποιου θαύματος, την κομφορμιστική πίστη σε κάποια θεία πρόνοια.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Μέρος 2ο

Σημειώσεις

1) Ενγκελς Φ., "Για την ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού", Μαρξ Κ. - Ενγκελς Φ., Εργα, ρωσ. έκδ., τ. 22, σελ. 482

2) Κριλέεφ Ι.Α., Η ιστορία των Θρησκειών, τ. 1, Μόσχα 1975, σελ. 135

3) Βλ. Τουμάνοφ Σ.Β., Το κοινωνικό ιδεώδες - Η διαλεκτική της εξέλιξης, Μόσχα 1986, σσ. 105-111

4) Φόυερμπαχ Λ., Η ουσία του χριστιανισμού, Εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 243.

5) Στο ίδιο, σελ. 233.

6) Πλάτωνος Παρμενίδης, 142 α.

7) Η διατύπωση αυτή εκφράζει την ουσιώδη αντίθεση μεταξύ της θρησκευτικής πίστης και της ορθολογικής θεώρησης του κόσμου. Πρόκειται για παράφραση των λόγων του Τερτυλλιανού: "Et mortuus est dei filius; prorsus credibile est, quia ineptum est. Et sepultus resurrexit; certum est, quia impossibile est" (De corpore Christi, V).

8) Βαζιούλιν Β.Α., Η λογική της ιστορίας, Μόσχα 1988, σελ. 182.

9) Ενγκελς Φ., "Ο Μπρούνο Μπάουερ και ο πρώιμος χριστιανισμός", Μαρξ Κ.-Ενγκελς Φ., Εργα, ρωσ. εκδ., τ. 1, σελ. 314

10) Μαρξ Κ., ¨Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου - Εισαγωγή", Μαρξ Κ.-Ενγκελς Φ., Εργα, ρωσ. εκδ., τ. 1, σελ. 415

11) Ουγγρινόβιτς Ντ. Μ., Η ψυχολογία της θρησκείας, Μόσχα 1986, σελ. 160.

12) Λένιν Β.Ι., "Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς", Απαντα, έκδοση 5η, τ. 26, Αθήνα 1980, σελ. 240

13) Ενας από τους πλέον συνεπείς αθεϊστές μεταξύ των διαφωτιστών, ο Π. Χόλμπαχ, γράφει αναφορικά με τη θρησκεία: "Θρησκεία είναι η τέχνη να σπέρνεις και να καλλιεργείς στις ψυχές ονειροπολήσεις, ψευδαισθήσεις, φενάκες, εκ των οποίων γεννιούνται ολέθρια για τους μεν και τους δε πάθη...", και επίσης: "Οι θεολόγοι, αυτοί οι κατασκευαστές των θεών, μπορούν όσο θέλουν να ασκούνται στις ραδιουργίες τους...". D; Holdach, "Systeme de la Nature", Επιλογή Εργων, τ. 1, Μόσχα 1963 (στα ρωσσικά), σσ 346, 511.

14) Φόυερμπαχ Λ., Η ουσία του χριστιανισμού, Εκδ. Αναγνωστίδη., σελ. 92.

 

Τελευταία ενημέρωση

13 Ιουλίου, 2002


Ποιος είναι ο Παναγιώτης Βήχος;


Υπογράψτε ή δείτε το βιβλίο

 επισκεπτών μου


Contact Us
Επικοινωνία


Πρότεινε αυτήν την σελίδα 

σ' έναν φίλο


Γραφτείτε στην Mailing List 

για να ενημερώνεστε σε κάθε νέα ανανέωση


Στείλε άρθρο


FORUM

Ελάτε να τα πούμε


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δωρεάν ανταποδοτική διαφήμιση (επικοινωνήστε με τον webmaster)