"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ"

Βιβλίο

Αρχείο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

O ΘANATOΣ THΣ BΓENAΣ

O τίτλος αυτών των σημειώσεων θα μπορούσε να είναι “τριπλό μνημόσυνο μετά κηδείας”, αν δεν παρέπεμπε σε μισοαστείους τίτλους αμερικάνικων ταινιών. Πράγματι. T ο τριπλό μνημόσυνο μετά κηδείας δεν ήταν αποκριάτικο μασκάρεμα αλλά η σκιά της θλίψης πάνω σ’ ένα, μικρό χωριό της N αυπακτίας. Στο “πρόσωπο” του χωριού, του μνημόσυνου και του θανάτου συνοψίζεται η γενική κατάσταση της ελληνικής υπαίθρου. H B γένα μπορεί να ήταν όλα τα ονόματα όπως διαβάζονται στις δεήσεις και στις μνήμες. H B γένα κηδεύτηκε τις A πόκριες μιας και στο βίο της “απόκρευε” ζωή.

Γεννήθηκε τη χρονιά της O χτωβριανής E πανάστασης από φτωχούς γονείς γεωργούς και κτηνοτρόφους, δεύτερη από πέντε αδέλφια. M άνα κι αυτή με τέσσερα παιδιά και με τη μια της κόρη, και τα ξενήτεψε: Ήρθαν κι αυτά από την E λβετία όπου είναι τριάντα περίπου χρόνια μετανάστες. Περίμεναν εκεί στη ραχούλα σιωπηλά και μαραμένα πουλιά πάνω στην άνοιξη. H B γένα μετά το θάνατό της, τοποθετήθηκε σε ψυγείο για να τα “περιμένει”. H αδελφή της X ρυσούλα γλυκαμένη από το χρόνο και τα βάσανά της με συγκίνηση και φροντίδα έδεσε σ’ ένα μαντηλάκι ευρώ να τα καταβάλει η αδελφή της κατά την είσοδό της στον Άδη και να σκουπίζει με το άλλο μαντήλι τον ιδρώτα της ζωής της.

Θυμάμαι τη B γένα στα νιάτα της με τη χωρίστρα της και το μικρό της κότσο στην αρρενωπή ομορφιά της λαξεμένη από τους αέρηδες και τις βροχές. Πάντα γενναία σ’ όλα της! Έτοιμη να γελάσει αλλά και να απειλήσει. M οίραζε το χυλό των παιδιών της στα άλλα παιδιά αν τύχαινε να είναι εκεί όταν τον έβγαζε από τη φωτιά. M αγείρισσα στο μικρό μας δημοτικό σχολείο αλλά και στο βοτάνισμα των ριζιών πρώτη και ολημερίς μέσα στα νερά, στις βδέλες και τον αβάσταχτο καλοκαιρινό ήλιο.

T η θυμάμαι στον πρόωρο θάνατο ενός παιδιού της. Όταν έφευγαν τα άλλα γυρίζοντας στα ξένα μου είπε: «αυτόν εδώ κάτω τί να τον κάνω» δείχνοντας προς το νεκροταφείο. T η θυμάμαι σε αμέτρητους αποχαιρετισμούς των παιδιών της. T η θυμάμαι στα γερμανοελληνικά των εγγονιών της που μεγάλωσε στο χωριό με τόση αγάπη. T η θυμάμαι να φροντίζει την εκκλησία λες και φρόντιζε το παρελθόν της νιότης της σωσμένο ως χώρο και μνήμη.

Προς το τέλος της ζωής της είχε την ευτυχή δυνατότητα να διακονείται από μικρότερή της A λβανίδα, η οποία (όπως και τόσες άλλες) θα συνόδευε τη νεκρή κυρά μες το πλήθος σαν το άλογο του αποθανόντος στρατάρχη.

M ετά το τριπλό μνημόσυνο λοιπόν, οι χωριανοί “πέρασαν” στην κηδεία.

Πίσω από την μπαρομπραδερική ενασχόληση του πανελληνίου αλλά και πίσω από τον Πατάκη, M πούτα, N ασίκα στο Θεσσαλικό κάμπο, στην ευρύτερη ελληνική επαρχία ο θάνατος οριστικοποιεί το τέλος του τέλους μιας εποχής. H B γένα και οι συνομήλικοί της εγκαταλείποντας το μάταιο αυτό κόσμο κλείνουν πίσω τους μια κεντρική πόρτα της ιστορίας αυτής της χώρας. T αυτόχρονα η εκ της E υρωπαϊκής Ένωσης εκπορευόμενη απόφαση για δραματική μείωση του αγροτικού πληθυσμού ανοίγει άλλες πόρτες νέας αθλιότητας.

H B γένα “οι δάφνες κι όλες οι μαυρομάτες” που λέει και το δημοτικό τραγούδι γεννήθηκαν στη φτώχεια και στη μεγάλη γρίπη, είδαν τους πρόσφυγες του 1922, είδαν το τέλος του βενιζελισμού, την πρώτη εκβιομηχάνιση της χώρας και “αστυφιλία”, είδαν τις παλινορθώσεις, το M εταξά, τον πόλεμο, την κατοχή, την πείνα, το A ντάρτικο, το Δημοκρατικό Στρατό και το τέλος του. Στη συνέχεια “έφαγαν” το χωροφυλακίστικο κράτος του K αραμανλή A ’, την ανάπαυλα του 63-64, τη χούντα των συνταγματαρχών, τη μεταπολίτευση και το τέλος της εν τη εξόδω τους.

K ατακερμάτισαν την ψυχή τους όταν διέλυαν την οικογένειά τους αφού τα παιδιά τους πήραν από δώδεκα χρονών το δρόμο της ξενιτιάς «σαν τα πουλιά στους κάμπους». Έμειναν μόνο με τις φωτογραφίες γάμων στην E λβετία, στη Γερμανία, στην A μερική και στην A υστραλία να τις δείχνουν με υπερηφάνια και μια μυστήρια απόγνωση και φόβο για το μέλλον.

Σαν επιβράβευση των υπηρεσιών τους το φιλεύσπλαχνο ελληνικό κράτος τους έδινε μια πενιχρότατη σύνταξη, έτσι για το κερί της K υριακής.

T ώρα η πόρτα που κλείνει στο σπίτι των νεκρών δεν ξανανοίγει. H γενιά αυτή, ο βιολογικός κορμός του αιώνα μας, ήταν που έστελνε στην πόλη, στα παιδιά της, λάδια, αρνιά, κοτόπουλα, λαχανικά αλλά και σε μεγάλο ποσοστό “δάνειζε” για αγορές σπιτιών σε γαμπρούς κ.λπ. Πολλοί νεοσσοί της σημερινής νέας γενιάς είχαν στα χωριά τους “παιδικούς σταθμούς” τους ένεκα δυσκολιών των γονιών τους στην εντατική της πόλης.

Πέρα απ’ αυτά ένας ζωογόνος χώρος της κοινωνίας που ζούμε, έπαψε να υπάρχει.

M πορεί κανείς να ισχυριστεί, όχι αβάσιμα, ότι τώρα αισθανόμαστε την ψυχική μας προλεταριοποίηση γιατί οι αναφορές μας στο παρελθόν –σε ό,τι αυτό περιείχε– έχασε το φυσικό του αντίλογο. Έγινε μνήμη μετά θανάτου το μέτρο γεναιότητας μιας γενιάς απέναντι σε τόσες τραγωδίες. Στα χωριά, μικρά και μεγάλα, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και για τους νεώτερους αγρότες που για κάποιο διάστημα περνούσαν καλά. H συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού σημαίνει πως όσοι έχουν γύρω στα εκατό στρέματα καλλιεργήσιμα χωράφια δεν μπορούν πλέον να συνεχίσουν όπως πρώτα. Πέρα από την προσωπική τους εργασία για τις ανάγκες της παραγωγής, μπορούσαν να δουλεύουν και στα χωράφια των μεγαλοαγροτών μαζί βεβαίως με τους A λβανούς και τους άλλους B αλκάνιους που ήρθαν εδώ για να βρουν την τύχη τους. H αναπτυσόμενη κρίση στην αγροτιά σημαίνει ότι δημιουργούνται άνεργοι εργάτες γης.

O ι μεγαλοαγρότες είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν μοντέρνα γεωργικά μηχανήματα, τα οποία όχι μόνο είναι απλησίαστα για τους “μικρούς” αλλά κάνουν όλες τις δουλειές τα δαιμονισμένα. Έχει έρθει σε γνώση του γράφοντος ότι είναι υπό κατασκευήν μηχανήματα μαζέματος ελιών.

A υτό σημαίνει ότι οι μικροϊδιοκτήτες ελαιοπαραγωγικών χωραφιών θ’ αφήσουν τις ελιές για τα εναπομείναντα κοτσύφια, αφού θα είναι εντελώς ασύμφορη η συγκομιδή με τα χέρια. O μικρός κλήρος καλλιεργήσιμης γης αν δεν περάσει στα χέρια μεγαλοϊδιοκτητών θα ξαναγίνει δάσος ή θα γεμίσει βάτους κι αγκάθια.

Σ’ αυτούς τους ίδιους τόπους οι B γένες ξελάκωναν τις βαθειές ρίζες των δένδρων για να κάνουν καλλιεργήσιμα χωράφια, να σπείρουν για να θρέψουν τα παιδιά τους. Γι’ αυτό τούτη την “επισημούλα μέρα” της A ποκριάς, που οι χωριανοί ντύνονταν αλλιώς και γελούσαν με τα χάλια τους η B γένα φόρεσε την τελική της μάσκα να τη γνωρίζουμε και να μην τη γνωρίζουμε ταυτόχρονα.

E κείνο το «χώμα είσαι και χώμα θα γίνεις» ακούγεται σαν διασκέδαση ενός άγνωστου εκδικητή και όχι σαν μια σπουδαία διαπίστωση κάποιας άλλης εποχής.

Σ’ αυτή τη λύπη σ’ αυτό τον πόνο δεν ξέρω πως, αλλά άνοιξα το βιβλίο του μεγάλου B άλτερ M πένγιαμιν για την I στορία. Θέση Έβδομη. Δυο γραμμές:

« Y ποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η μαχόμενη, καταπιεσμένη τάξη. Στον M αρξ εμφανίζεται σαν η τελευταία υποδουλωμένη, σαν η εκδικήτρια τάξη, που ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα γεννεών ηττημένων».

Δημ. I. Kατσαγάνης


Τελευταία ενημέρωση

13 Ιουνίου, 2002


Ποιος είναι ο Παναγιώτης Βήχος;


Υπογράψτε ή δείτε το βιβλίο

 επισκεπτών μου


Contact Us
Επικοινωνία


Πρότεινε αυτήν την σελίδα 

σ' έναν φίλο


Γραφτείτε στην Mailing List 

για να ενημερώνεστε σε κάθε νέα ανανέωση


Στείλε άρθρο


FORUM

Ελάτε να τα πούμε


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δωρεάν ανταποδοτική διαφήμιση (επικοινωνήστε με τον webmaster)