"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ"

Θρησκεία και Εκκλησίες στο σύγχρονο κόσμο

Αρχείο


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δωρεάν ανταποδοτική διαφήμιση (επικοινωνήστε με τον webmaster)

 

ΑΝΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
(Πότε και Πως παρουσιάσθηκαν)
Εκδόσεις "Αρτος Ζωής", Αθήνα 1998

του Σάββα Αγουρίδη
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Η διάλεξη οργανώθηκε από το Ιδρυμα "Αρτος Ζωής" στις 27 Ιανουαρίου 1998 στην αίθουσα του Ιδρύματος, Μπουμπουλίνας 28, με την ευκαιρία της 50ης επετείου από τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον Ο.Η.Ε.

Οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουμε σήμερα πως γεννιόμαστε φέρνοντας μέσα μας τα ευγενή αισθήματα της ανοχής και ανεξιθρησκείας, της άνετης συμβίωσης με ανθρώπους που διαφέρουν από μας ως φυλή, θρησκεία και γλώσσα. Η εθνική μας ομοιογένεια δεν επέτρεψε βέβαια ποτέ κάποια δοκιμασία των θεωρούμενων από πολλούς ως έμφυτων στον Έλληνα ευγενών αυτών ιδιωμάτων της ανοχής και της ανεξιθρησκείας. Δεν είμαστε μια χαρισματούχα φυλή; Λογικά ή παράλογα όλοι δεν πιστεύουμε κάτι τέτοιο; Ε, στα κληρονομικά χαρίσματά μας ανήκουν κι αυτά της φυσικής αναγνώρισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως η Ανοχή και η Ανεξιθρησκεία.

Ήλθαν όμως τα γεγονότα της τελευταίας εικοσαετίας με εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμών, στην περιοχή μας ιδίως, που έθεσαν υπό δοκιμή αυτή την περί της φυλής μας προκατάληψη. Μέχρι τώρα οι Έλληνες υπήρξαμε λαός μεταναστών, και μεγάλος αριθμός συμπατριωτών έζησε τη σκληρότητα και την ταπείνωση της ξενιτιάς. Μπορούμε να καυχηθούμε ότι, παρ’ όλες τις δοκιμασίες, τα καταφέραμε μάλλον καλά: οι Έλληνες μετανάστες δεν έχασαν την αγάπη τους προς την πατρώα γη, ενώ προσαρμόστηκαν στους όρους και τις συνθήκες του πολιτισμού των νέων πατρίδων που επέλεξαν. Κατά τις τελευταίες όμως δεκαετίες έγινε το αντίστροφο: γέμισε η Ελλάδα από ξένους μετανάστες που ήλθαν εδώ για να βρουν δουλειά και ένα κομμάτι ψωμί. Κι αυτό έχει ξαφνιάσει λαό και ηγεσία, ενώ όλοι αναγνωρίζουν πως οι άνθρωποι αυτοί είναι από ορισμένες απόψεις αναγκαίοι στην εθνική οικονομία. Ούτε είναι, βέβαια, πρώτη φορά που έγινε σημαντική σε μέγεθος εισβολή αλλοφύλων στον ελληνικό χώρο. Υπενθυμίζω π.χ. την εισβολή Αρβανιτών το 10o και 11ο αιώνα στην περιοχή της Αττικής. Η πολιτική των Βυζαντινών ήταν η αφομοίωση. Γι’ αυτό και βλέπουμε να ζώνουν την Αθήνα και την Αττική πλειάδα νέων Μοναστηρίων (Καισαριανή, Δαφνί, Όσιος Μελέτιος, και πληθώρα άλλων), γιατί η αφομοίωση τότε γινόταν εκπαιδευτικά και πολιτιστικά, αλλά με εκκλησιαστικά μέσα.

Σήμερα, δυστυχώς, ενώ μεγάλος αριθμός μεταναστών συμβάλλει στην εθνική οικονομία, είναι εμφανείς στον ελληνικό πληθυσμό οι τάσεις και οι ροπές προς τον ρατσισμό ανάμεσά μας, ενώ καμιά σοβαρή προσπάθεια δεν καταβάλλεται για την συνειδητοποίηση του προβλήματος και κανένα πρόγραμμα, εκπαιδευτικό και πολιτικό, δεν εκπονήθηκε για την αποσόβηση χειρότερων καταστάσεων και την εφαρμογή μιας θεραπευτικής εκπαιδευτικής και πολιτιστικής διαδικασίας.

Στη συνέχεια θα προσπαθήσω στα όρια του χρόνου που διαθέτω, να σας παρουσιάσω πότε και πώς εμφανίσθηκε το ζήτημα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, όχι σαν μια εξαίρεση εδώ ή εκεί, σε κάποιον π.χ. ιδιοφυή συγγραφέα της Αναγέννησης ή του Διαφωτισμού, αλλά σαν κοινωνικό φαινόμενο τέτοιο που έκανε τους Ευρωπαίους να τρομάξουν για τον εαυτό τους, να ξυπνήσουν από βαθύ λήθαργο και, δια μέσου τρομερών και αιματηρών εμπειριών, να υποχρεωθούν να αναγνωρίσουν τη σοβαρότητα του θέματος με ριζικές αλλαγές στις αντιλήψεις και στον τρόπο ζωής των. Η αναφορά αυτή στο σκληρό δρόμο που διένυσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Δυτική Ευρώπη και Αμερική επί τρεις ολόκληρους αιώνες ελπίζει πως μπορεί να επιτύχει δύο πράγματα: α) να μας απαλλάξει από την πλάνη ότι εμείς λόγω κάποιου εθνικού χαρίσματος δεν είναι δυνατό να είμαστε ρατσιστές, και β) πως η καταπολέμηση του ρατσισμού απαιτεί αγώνα, άσκηση, εκπαίδευση, προγράμματα και θυσίες, με την πεποίθηση ότι έτσι δεν χάνονται αλλά πλουτίζονται τα καλά στοιχεία του πολιτισμού μας.

1. Ως κοινωνικό φαινόμενο το θέμα παρουσιάσθηκε στην Ευρώπη με τον ερχομό της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα. Η ενότητα κι ο ομοιομορφωτικός εφησυχασμός του Μεσαιωνικού ανθρώπου αναταράχτηκε, όταν ξαφνικά η Ευρώπη βρέθηκε, με το Λούθηρο, σε δύο διαφορετικά θρησκευτικά στρατόπεδα, Ρωμαιοκαθολικό από τη μία μεριά και το Προτεσταντικό από την άλλη. Υπήρχαν μέχρι τότε διενέξεις μεταξύ πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, μεταξύ ιδιαίτερα του αυτοκράτορα καθώς και κάποιων ηγεμόνων, ιδιαίτερα της Γερμανίας, προς τον Πάπα. Εδώ όμως επρόκειτο περί άσκησης εξουσίας, όχι για ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν όμως έγινε η Μεταρρύθμιση, η Ευρώπη διαιρέθηκε σε δύο μέρη, που το καθένα πίστευε για το άλλο: «Ο θάνατός σου η ζωή μου». Εδώ για πρώτη φορά, ύστερα από πολλών αιώνων σκληρή ομοιομορφία, παρουσιάσθηκε μια διαφορά μεταξύ των πολιτών της Ευρώπης που απαιτούσε ριζικές ψυχολογικές αλλαγές για συμφιλίωση. Όσο όμως αυτό δεν γινόταν, όσο δηλ. διαρκούσε η αδυναμία αναγνώρισης της διαφοράς του άλλου από εμάς, η μόνη διέξοδος ήταν ο πόλεμος και το αίμα. Έτσι επί 200 χρόνια η Ευρώπη, από το 1500 έως το 1700, αιματοκυλίσθηκε με τους σε όλους γνωστούς «Θρησκευτικούς Πολέμους» της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Η διαφορά, λοιπόν, στο θρήσκευμα μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών δημιούργησε το γενικότερο πλαίσιο για να παρουσιασθεί σε όλη τη σοβαρότητα του το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί υπήρχαν στην Ευρώπη περιοχές όπου εθνικοί και άλλοι πολιτικοί παράγοντες χώριζαν τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα υπήρχαν όμως και ευρείες περιοχές της Ευρώπης όπου οπαδοί των δύο δογμάτων ζούσαν ο ένας πλάι στον άλλο και δεν ήταν καθόλου εύκολο να αλλάξουν τόπο διαμονής ούτε οι μεν ούτε οι δε. Και ήταν ακριβώς αυτές οι ευρωπαϊκές περιοχές που υπέστησαν τις περισσότερες συμφορές των «Θρησκευτικών Πολέμων». Ήταν όμως για τον ίδιο λόγο, επίσης, αυτές οι περιοχές όπου η αναγκαστική συμβίωση, απαίτησε, μετά από τις συγκρούσεις και τα αίματα, ένα είδος ανοχής και συνύπαρξης μεταξύ των αντιθέτων! Όποιος ξέρει από την ιστορία πόσο ισχυρές ήταν οι δυνάμεις που καλλιεργούσαν τη σύγκρουση αυτή (Πάπες, αυτοκράτορες, βασιλείς, ηγεμόνες κτλ. για δικά τους συμφέροντα) αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολο ήταν να βρεθεί τρόπος ειρηνικής συνύπαρξης και συμβίωσης. Αλλά το μέλλον της Ευρώπης δεν επρόκειτο να εξαρτηθεί αποκλειστικά και κύρια από τις απολυταρχικές δυνάμεις που αναφέρθηκαν. Στον Ευρωπαϊκό στίβο είχαν μπει, κατά την ίδια εποχή, νέοι παράγοντες στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό και τη θρησκεία, που αντιστρατεύονταν τους παλαιούς του «διαίρει και βασίλευε». Ήταν οι παράγοντες αυτοί: ο Καπιταλισμός στα γεννοφάσκια του, η νέα εμπορική κοινωνία, η νέα επιστήμη για τον κόσμο και τον άνθρωπο που έφερε τα πάνω-κάτω, ο Ουμανισμός, καθώς και διάφορες αιρέσεις που ξεπήδησαν από τον Προτεσταντισμό, όπως π.χ. οι Αναβαπτιστές, οι Σοκινιανοί, και οι Αρμινιανοί, που ζητούσαν και αυτοί μια θέση υπό τον ήλιο.

Ο Προτεσταντισμός έρρεπε εξαρχής προς τη διάσπαση, κι αυτό δημιούργησε μέσα στο Προτεσταντικό στρατόπεδο ποικίλες διαφορετικές μερίδες με έλλειψη παντελή στις σχέσεις μεταξύ των της ανοχής και της ανεξιθρησκείας, ως αρχών ζωής. Οι διαφορές αυτές δεν αφορούσαν ψιλοπράγματα. Οι Σοκινιανοί π.χ., που τελικά βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στην Πολωνία, δεν επίστευαν σε Τριαδικό Θεό, ούτε στη θεότητα του Ιησού ως θείας ενσάρκωσης, ούτε σύμφωνα προς άλλες λειτουργικές και διοικητικές κρατούσες εκκλησιαστικές απόψεις. Εξάλλου, οι Αρμινιανοί, με μαλακό αλλά λίαν αποτελεσματικό τρόπο, καταπολέμησαν την Καλβινιστική θεωρία περί σωτηρίας κατόπιν «εκλογής» του Θεού (Προορισμός) και εισηγήθηκαν τη συμμετοχή της κάποιας ευθύνης του ανθρώπου στη διαδικασία της σωτηρίας. Αιώνες κράτησαν στην Ευρώπη οι αγώνες αυτοί μεταξύ μιας μονομερούς αριστοκρατικής και υπερφίαλης περί Εκκλησίας Καλβινικής αντίληψης έναντι μιας πιο ανθρώπινης και δημιουργικότερης αντίληψης περί της χριστιανικής ζωής. Ο Καλβίνος, εν μέρει και ο Λούθηρος, στην πολεμική των κατά του Παπισμού, προχώρησαν στην παρουσίαση της δικής τους θρησκευτικής μερίδας ως «μερίδας εκλογής του Θεού», ως της αληθινής λαϊκής χριστιανικής αριστοκρατίας έναντι της ιερατικής του Παπισμού.

Εκείνοι όμως που συγκλόνισαν την εποχή τους ως αιρετική ομάδα, Ευρώπη και Αμερική, υπήρξαν μέσα στον Προτεσταντισμό οι Αναβαπτιστές. Αυτοί, κεντρικό γεγονός στη ζωή του χριστιανού δεν θεωρούσαν το βάπτισμα, την ενσωμάτωσή μας δηλ. μέσα σε μία θρησκευτική κοινότητα κατά τη νηπιακή ηλικία. Τέτοιο κεντρικό γεγονός πίστευαν αυτοί πως είναι αυτό της μεταστροφής και μετάνοιας του κάθε πιστού σε ώριμη πνευματική ηλικία. Μετά από αυτό το πνευματικό γεγονός, σαν επισφράγιση ερχόταν το βάπτισμα. Τη δημιουργία της κοινότητας τους οι Αναβαπτιστές εδέχονταν ως τον κύριο σκοπό του Θεού μέσα στην ιστορία. Ο Θεός ως εκκλησία έφτιαξε κοινότητες από τους Αναβαπτιστές, κοινότητες μετανοημένων ως προς τις ατέλειες και αδυναμίες των ανθρώπων, δε δημιούργησε όμως κάποια παγκόσμια Οργάνωση. Γι’ αυτό η κάθε κοινότητα των Αναβαπτιστών ήταν ανεξάρτητη και αυτοτελής, ένοιωθε όμως τον εαυτό της (Congregationalist) αυτάρκη. Με αυτές τις αιτιολογικές των απόψεις οι Αναβαπτιστές άσκησαν μεγάλη επίδραση όχι μόνο στην ηπειρωτική Ευρώπη, προ παντός στην Ολλανδία, μεγάλη δύναμη τα χρόνια εκείνα, αλλά και στη διαμόρφωση των θρησκευτικών πραγμάτων στις Βρετανικές Νήσους.

2. Το φεουδαρχικό καθεστώς είχε πάρει και στην Αγγλία την κατιούσα. Ο Ερρίκος ο Η΄ και οι Άγγλοι φεουδάρχες υποστήριζαν το χωρισμό της Αγγλίας από τη Ρώμη – κάτι που θα τους προσπόριζε τεράστια έσοδα από την εκκλησιαστική περιουσία. Στους κόλπους όμως αυτής της Εκκλησίας, στις παλαιότερες πνευματικές καταβολάδες (Wickliff π.χ.) προστέθηκαν τώρα νέοι παράγοντες που δημιούργησαν στη ζωή της τουλάχιστον δύο σαφείς παρατάξεις σχετικά με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση στην Αγγλία: Οι μεν, ιδίως η αριστοκρατία της γης, ήθελαν πολύ ελαφρές και επιφανειακές αλλαγές, ενώ ο πολύς λαός απαιτούσε ριζικές μεταρρυθμίσεις, όπως π.χ. εκκλησία χωρίς επισκόπους, με απλό τελετουργικό, με περισσότερη έμφαση στον ηθικό παράγοντα κλπ. Έτσι, για πρώτη φορά, μέσα σε μια μεγάλη και πρωτοποριακή ευρωπαϊκή Εκκλησία δημιουργήθηκαν δύο σαφώς διακεκριμένες παρατάξεις, μία επισκοπελιανή και φιλοκαθολική στα λατρευτικά, και μία άλλη περισσότερο Πρεσβυτεριανή – που ζητούσε δηλ. ηγέτες όχι Επισκόπους αλλά Πρεσβυτέρους. Τη δεύτερη αυτή μερίδα η ιστορία ονόμασε Πουριτανούς με την έννοια των Καθαρών, αυτών δηλ. που απαιτούσαν Καθαρή Εκκλησία. Οι Άγγλοι Πουριτανοί του 16ου και 17ου αιώνα δεν είχαν βέβαια καμιά σχέση με τους ονομαζόμενους Πουριτανούς της Βικτωριανής εποχής του 19ου αιώνα. Πάντως για πρώτη φορά στην ιστορία της Δύσης, στην ίδια χριστιανική Εκκλησία δημιουργούνται δύο μερίδες με πολύ σοβαρές διαφορές μεταξύ των, οι οποίες παρά ταύτα, πιεζόμενες από την ανάγκη της συμβίωσης, προσπαθούν να μη διασπασθούν αλλά να διατηρήσουν την ενότητα. Παρά τις διαφορές μεταξύ τους, δεν επιθυμούν κατ’ αρχή τη διάσπαση. Εδώ λειτούργησαν σοβαρά, για πρώτη φορά, παράγοντες θρησκευτικής ανοχής. Τα πράγματα δεν ακολούθησαν πάντοτε ειρηνική πορεία. Ο πόλεμος μεταξύ βασιλικών (συντηρητικών) – εναντίον των Πουριτανών του Cromwell δεν αποφεύχθηκε. Ο βασιλιάς Κάρολος ο Β΄ εξορίσθηκε, κι οι Πουριτανοί ζήτησαν της άρση κάθε κρατικής εξουσίας επί της Εκκλησίας. Όμως, η Πουριτανική επανάσταση κράτησε λίγα χρόνια (1652 – 1660), ο Κρόμγουελ πέθανε νωρίς και ο βασιλιάς επανήλθε. Οι Πουριτανοί όμως διέθεταν τώρα μεγαλύτερη δύναμη, δημιουργήθηκε ένα modus vivendi μεταξύ των δύο παρατάξεων, και έτσι γεννήθηκε ο Αγγλικανισμός, η σημερινή δηλ. Αγγλικανική Εκκλησία που είναι κράμα Καθολικισμού, Λουθηρανισμού και Καλβινισμού. Κι αυτός ήταν ένας τρόπος, ο εγγλέζικος τρόπος, με τον οποίο η ιστορία πέτυχε για πρώτη φορά μια μορφή ανοχής σε εθνικό επίπεδο ανεξιθρησκείας. Οι άνθρωποι άρχισαν να νοιώθουν ότι, όταν μάλιστα είναι για πολλούς και σοβαρούς λόγους υποχρεωμένοι να συμβιώσουν, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ανοχή και την ανεξιθρησκεία. Αυτό έγινε πιο αισθητό ακόμα σε πολλές περιοχές, ιδιαίτερα στο Νέο Κόσμο, στην Αμερική. Η ασυμφωνία και οι θρησκευτικές διενέξεις οδηγούσαν παντού σε πόλεμο, και μόνο η ανοχή και η ανεξιθρησκεία εξασφάλιζαν τη συμβίωση και τη συνεργασία για το γενικότερο καλό. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, τα ανθρώπινα δικαιώματα τελικώς επικράτησαν σε όλες τις προηγμένες χώρες της Δύσης με αυτή τη διαδικασία, με την κατανόηση δηλ. πως εξυπηρετούν το κοινό συμφέρον.

3. Εκτός από τους εμπόρους που ξεπέρναγαν με άνεση τα σύνορα των εθνών και των θρησκειών, ήλθε και η νέα Δυτική επιστήμη περί του κόσμου και περί του ανθρώπου που ανέτρεψε τη γαιοκεντρική και θεολογική αντίληψη του Μεσαίωνα, δημιουργώντας μια ανθρωποκεντρική και οικουμενική αντίληψη περί των πραγμάτων. Η νέα επιστήμη και η εμπορευματική κοινωνία κατέστησε δυνατό το φιλοσοφικό σύστημα του «Ορθολογισμού» και του Διαφωτισμού, που κατάφεραν δεινό πλήγμα κατά της Μεσαιωνικής μονομέρειας και του φανατισμού. Ο «Ορθολογισμός» προσπάθησε να προσφέρει νέες απόψεις περί της θρησκείας, οι οποίες θα διευκόλυναν τη συμβίωση των ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές τοποθετήσεις, κι έτσι προσπάθησε να προαγάγει την ανοχή και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτός ο μετά τους Θρησκευτικούς Πολέμους στην Ευρώπη Ορθολογισμός του 17ου και 18ου αιώνα αναπτύχθηκε, ως προς το θέμα μας, με τη μορφή της θρησκευτικής φιλοσοφίας του Deismus ή Θεϊσμού αφενός, καθώς και με μια καθαρή φιλοσοφική έκφραση που ποικίλλει στις διάφορες χώρες της Ευρώπης και εκφράζεται με άλλα ονόματα.

Εκπλήσσεται ο σημερινός μελετητής της εποχής εκείνης πώς μια τόσο αυθαίρετη και ιστορικώς σαθρή περί της γένεσης και της ανάπτυξης της θρησκείας θεωρία όπως η ορθολογική, έγινε δεκτή από τα μεγαλύτερα πνεύματα της εποχής. Κάποιος Ρομαντισμός πως τα πράγματα υπήρξαν αρχικά για την ανθρωπότητα πολύ καλύτερα από ό,τι κατά τις μετέπειτα εξελίξεις άσκησε μια κάπως μαγική επίδραση. Ο κοινωνιολόγος θα έλεγε πως ήταν στο τέλος των «Θρησκευτικών Πολέμων» που ο Δυτικός άνθρωπος ένοιωθε την ανάγκη με τις νέες αναλύσεις μιας πάση θυσία πνευματικής αλλαγής που να κατοχυρώνει την προσωπική ασφάλεια και την κοινωνική ειρήνη. Η αντιμετώπιση επειγουσών κοινωνικών αναγκών γίνεται συνήθως κάπως έτσι: Φυσάει ένας νέος αέρας που παίρνει μακριά τα τωρινά σύννεφα, κι αυτή η λειτουργία του καινούργιου ρεύματος έχει τη δύναμη και το κύρος της αλήθειας.

Βέβαια, πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι πλάι στο γνήσιο (Deismus) Θεϊσμό που εκπροσωπούν άνθρωποι όπως ο Th. Hobbes και ο Locke στην Αγγλία, Lessing στην Γερμανία, ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ στη Γαλλία, υπάρχει σε μια πλειάδα αμέτρητη Άγγλων θεολόγων μια αμέτρητη ποικιλία κραμάτων Θεϊσμού και παραδοσιακής Ορθοδοξίας, επίσης. Κι αυτό ιδίως στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Αγγλία, ιδιαίτερα, παρουσιάζεται ομάδα ολόκληρη θεολόγων (παραδειγματικά αναφέρουμε τα ονόματα επιφανών Άγγλων θεολόγων και διανοούμενων όπως ο John Locke, ο αρχιεπίσκοπος Tillotson και ο λόρδος Shafchbury και πολλοί άλλοι) η οποία είχε ουσιαστικά επηρεασθεί από τον Ορθολογισμό της εποχής, υπό την επίδραση όμως του Θεϊσμού, είχε υιοθετήσει την παράδοξη ιδέα πως και οι κεντρικές υπερφυσικές αλήθειες του Χριστιανισμού, ως υπερβατικής θρησκείας, βρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία με τα βασικά περί Θεού και με τα ηθικά διδάγματα της «Φυσικής θρησκείας» του Θεϊσμού!! Έτσι, φαίνεται πως η ανθρωπότητα προχωράει: απλώς απομακρύνεται από κάτι που την ενοχλεί και την καταπιέζει σε κάτι άλλο που την απελευθερώνει.

Τα περί Deismus ή περί Φυσικής θρησκείας τόνιζαν τις κοινές θρησκευτικές ρίζες της ανθρωπότητος και ότι κύριος σκοπός της θρησκείας είναι η ηθική μόρφωση του ανθρώπου και ο τελικός σκοπός της η ευτυχία του στην παρούσα ή και σε μια μέλλουσα ζωή. Με τον τρόπο αυτό οι φιλόσοφοι εκπονητές του Θεϊσμού επιδίωξαν κυρίως δύο πράγματα: (α) Να βάλουν περιφρονητικά στο περιθώριο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των θρησκειών εξ Αποκαλύψεως, όπως θαύματα και προφητείες και τα τοιαύτα, και να εξάρουν τα κοινά σε όλες τις θρησκείες χαρακτηριστικά, πίστη δηλαδή στη θεότητα αφενός και αφετέρου την προσπάθεια ηθικοποίησης του ανθρώπου. Αυτό είναι το ένα. (β) Η δεύτερη επιδίωξη του Θεϊσμού ήταν η καταπολέμηση του φανατισμού και της έλλειψης ανοχής που είχαν δημιουργήσει οι δογματικές διαφορές μεταξύ των θρησκευτικών Ομάδων. Στη συνάφεια αυτή θα αναφερθούν, φυσικά, μερικά μόνο από τα μεγάλα ονόματα που πρόσφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στην πνευματική περιοχή για μια αλλαγή στην Ευρώπη από τη μακρά περίοδο του δογματισμού, της μισαλλοδοξίας και των αιματηρών θρησκευτικών διενέξεων επί δύο αιώνες, σε μια νέα εποχή όπου, μέσα στις νέες οικονομικές συναλλακτικές συνθήκες, οι άνθρωποι είχαν ανάγκη κοινωνικής απελευθέρωσης και επικοινωνίας με την κατάργηση των φανατισμών, της μη αναγνώρισης των διαφορών στους άλλους συνανθρώπους μας, με τη θεσμοθέτηση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

4. Σε μια σύντομη μελέτη όπως η παρούσα επιβάλλεται στη συνάφεια αυτή να μνημονευθούν κάποιοι από τους εκπροσώπους του ρεύματος αυτού – αφού πρόκειται για τους ανθρώπους που δημιούργησαν τη νέα εποχή. Ο πιο συμπαθής σ’ εμάς μπορεί να είναι ο Jean Jacques Rousseau. Γράφει π.χ. περί του Θεού στον Αιμίλιο: «Κουβεντιάζω μαζί Του – η θεία ουσία του διαπερνάει όλες μου τις λειτουργίες, προσδοκώ τις ευλογίες Του και τον ευλογώ για τα δώρα Του, αλλά ποτέ δεν προσεύχομαι σ’ Αυτόν. Για να του ζητήσω τι; Να αλλάξει τη φορά των πραγμάτων προς χάρη μου; Να τελέσει θαύματα προς όφελος μου;… Ούτε του ζητάω να μου δώσει τη δύναμη να κάνω το σωστό. Γιατί να του ζητήσω κάτι που μου έχει ήδη δώσει; Δεν μου έχει δώσει συνείδηση για να αγαπώ το δίκαιο, λογική για να τον γνωρίσω, ελευθερία για να τον διαλέξω; Η μη ικανοποίηση με την κατάσταση μου είναι σαν να επιθυμώ να μην ήμουν άνθρωπος, σαν να επιθυμώ κάτι άλλο απ΄ αυτό που μ’ έκανε, είναι σαν να επιθυμώ την αταξία και το κακό. Πηγή της δικαιοσύνης και της αλήθειας! Αγαθέ και εύσπλαχνε Θεέ! Με εμπιστοσύνη σ’ Εσένα, η υπέρτατη επιθυμία της καρδιάς μου είναι να γίνεται το δικό σου θέλημα πάντοτε»!

Ο Βολταίρος όμως είναι εκείνος που κατέχει τα σκήπτρα του επιφανέστερου Ευρωπαίου αγωνιστή κατά του φανατισμού και υπέρ της ανεξιθρησκείας, με οικουμενική απήχηση των απόψεών του. Όποια προσωπικά μειονεκτήματα και αντιφάσεις κι αν παρουσιάζει η περίπτωσή του ως χαρακτήρα, υπήρξε πράγματι ο σφοδρότερος και αποτελεσματικότερος αγωνιστής υπέρ της ανοχής και της ανεξιθρησκείας. Στο Dictionnaire Philosophique θέτει το ερώτημα τι είναι ο Θεϊσμός: «Τι είναι ο αληθινός Θεϊσμός; Είναι αυτός που λέει στο Θεό, Σε λατρεύω και Σε υπηρετώ, είναι αυτός που λέει στον Τούρκο, τον Κινέζο, τον Ινδό και το Ρώσο, σας αγαπώ». Στο ίδιο Λεξικό με ιδιάζουσα έμφαση παρατηρεί: «Τι λοιπόν; Επειδή διώξαμε τους Ιησουΐτες, είναι ανάγκη να διώξουμε και τον Θεό;». Και στο Traite de la Metaphysique παρατηρεί: «Ως πίστη χαρακτηρίζουμε κάτι που μας επιβάλλουν να δεχθούμε, όμως κάτι που φαίνεται λαθεμένο. Η πεποίθηση στην ύπαρξη σοφού Δημιουργού, αιώνιου και υπέρτατου δεν είναι θέμα πίστης αλλά της λογικής». Κι άλλου παρατηρεί: «Η γνώμη σας πως υπάρχει Θεός έχει δυσκολίες, αλλά και η αντίθετη άποψη πως δεν υπάρχει συναντάει παραλογισμούς». Γενικά, όμως, μπορεί να πει ο μελετητής του Βολταίρου πως η ύπαρξη του Θεού έχει ωφελιμιστικές ρίζες. Ο ίδιος π.χ. πιστεύει πως ενώ στην ιδιωτική ζωή μπορεί κανείς να κάνει και χωρίς Θεό, στη δημόσια ζωή αυτό είναι αδύνατο, αφού αναρχία και ανηθικότητα θα επικρατήσουν στην κοινωνία εκείνη που καταστρέφει τη θρησκευτική πίστη. Με παρρησία όμως και ξεκάθαρα ομολογεί: Είναι καλύτερο να μην έχει κανείς Θεό παρά να έχει έναν ωμό και βάρβαρο, ο αθεϊσμός είναι προτιμητέος από το φανατισμό και την έλλειψη ανοχής.

Ο Γερμανός Lessing εξάλλου, θεολόγος, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας, έγραψε πάρα πολλά έργα, ιδίως θεατρικά, προς υποστήριξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και υπέρ της ανεξιθρησκείας. Θα αναφερθώ εδώ ιδιαίτερα, αν και πολύ σύντομα, στο θεατρικό έργο του «Νάθαν ο Σοφός». Ο μύθος του έργου είναι ο εξής: Στα χρόνια της Γ’ Σταυροφορίας (1189-1192), τότε που σουλτάνος στην Αίγυπτο ήταν ο Σαλαντίν, ζούσε στα Ιεροσύλημα ένας πάμπλουτος Εβραίος, ο Νάθαν, που είχε ως προστατευόμενη κόρη τη χριστιανή Recha, για την οποία έτρεφε βαθύ έρωτα ένας Μωαμεθανός! Η κοινωνία βέβαια, σκανδαλίσθηκε όταν πληροφορήθηκε τι συνέβαινε, κι ο Σαλαντίν νόμισε πως πρόκειται για ευκαιρία να βάλει χέρι στην τεράστια περιουσία του Νάθαν. Η ενέδρα που του έστησε συνίστατο στην ενώπιον επισήμου ανακριτή απάντηση του Νάθαν «ποιά από τις τρεις μεγάλες θρησκείες είναι η αληθινή». Ό,τι κι αν απαντούσε ο Νάθαν θα βρισκόταν μπλεγμένος και χαμένος. Επειδή όμως ήταν σοφός, ξέφυγε από την παγίδα με την παραβολή του δακτυλιδιού: «Κάποτε ένας πατέρας είχε ένα βαρύτιμο δαχτυλίδι, που πεθαίνοντας το μεταβίβασε στον πρωτότοκο γιο της οικογένειας. Αλλά, ένας πατέρας είχε τρεις το ίδιο αξιαγάπητους γιους και δεν ήθελε να πληγώσει κανέναν αφήνοντας το δακτυλίδι μόνο στον πρωτότοκο. Έφτιαξε, έτσι, άλλα δύο πανομοιότυπα, που σε τίποτα δεν ξεχώριζαν από το αληθινό. Και κανένας δικαστής δεν μπόρεσε, μετά το θάνατο του πατέρα, να ξεχωρίσει ποιο ήταν το γνήσιο. Ο πιστός δηλ. της κάθε θρησκείας θεωρεί τη δικιά του πίστη ως αληθινή, καμιά σοφία δεν μπορεί να λύσει τον αναμεταξύ τους ανταγωνισμό, κι η αξία της κάθε πίστης έγκειται ακριβώς σ’ αυτό που νοιώθει, σκέπτεται και πράττει ο κάθε οπαδός της γι’ αυτήν».

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στον Θεϊσμό ή στον Ορθολογισμό, την ιδεολογία που κατάφερε καίρια πλήγματα κατά του Μεσαιωνικού μονομερούς και σχολαστικού συστήματος θεολογίας και συντέλεσε, παρά τα προφανή μειονεκτήματά του, στην εδραίωση του σεβασμού κάθε θρησκευτικής διαφοράς, θα ήθελα να σημειώσω πως όλο το οικοδόμημα του Θεϊσμού είναι, από την άποψη της ιστορίας και της ψυχολογίας των θρησκειών, αβάσιμο, κι όμως, για την εποχή μετά τους Θρησκευτικούς Πολέμους στην Ευρώπη, για τον 17ο και 18ο αιώνα, ο τρόπος αυτός σκέψης άσκησε μεγάλη έλξη στα πνεύματα της εποχής, όχι μόνο γιατί η θρησκειοϊστορική γνώση ήταν ακόμα στα σπάργανα αλλά και γιατί, όπως ετόνισα πριν, οι πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες της εποχής επιτακτικά απαιτούσαν την υποστήριξη της νέας αστικής ευρωπαϊκής τάξης με ένα ιδεολόγημα που να επιτρέπει εξόφληση λογαριασμών με τη φεουδαρχική μεσαιωνική ιδεολογία. Είναι πολύ χαρακτηριστική η επίδραση του Θεϊσμού π.χ. στις δύο μεγάλες επαναστάσεις της εποχής, τόσο τη Γαλλική όσο και την Αμερικανική, ιδιαίτερα στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όπως είναι γνωστό, ο Ροβεσπιέρος και η Γαλλική επανάσταση είχαν βαθειά επηρεασθεί από τον Θεϊσμό του Ρουσσώ ή του Βολταίρου με την κατοχύρωση του Υπερτάτου Όντος ως εγγυητή της αλήθειας και της προόδου. Σε ό,τι αφορά την Αμερικανική επανάσταση και τις διακηρύξεις της, αναφέρουμε απλώς στη συνάφεια αυτή το ιδεολογικό αμάλγαμα του Αγγλοσάξωνα και του οπαδού του ευρωπαϊκού, κατ’ ουσίαν του Γαλλικού, Θεϊσμού και του Διαφωτισμού, με την παράθεση κάποιων μεγάλων ονομάτων, που χάραξαν με την προσωπική τους σφραγίδα την Αμερικανική επανάσταση: Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν μάλλον επισκοπελιανός αλλά με θεμελιώδη πίστη εκείνη του Θεϊστή, ο Thomas Paine ήταν Θεϊστής , ο Thomas Jefferson ήταν επισκοπελιανός αλλά στις πεποιθήσεις Θεϊστής. Το ίδιο περίπου και ο James Madison. Στο έργο του «Parable against Persecution» γράφει ο Benjamin Franklin τα εξής πολύ αληθή και πνευματώδη: «Όταν μια θρησκεία είναι καλή, νομίζω πως θα μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της, όταν όμως δεν μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της, κι ο Θεός δεν δείχνει ενδιαφέρον για την υποστήριξή της, έτσι που οι ασχολούμενοι μ’ αυτή αναγκάζονται να καλούν σε βοήθεια την κρατική εξουσία, αυτό, όπως εγώ το καταλαβαίνω, δείχνει πως πρόκειται για μια κακή θρησκεία».

5. Ο Θεϊσμός, όπως δεν είναι άσχετος με το κίνημα του Ορθολογισμού, σχετίζεται και με τον Διαφωτισμό. Κάποιοι λόγιοι, μερικοί π.χ. απ’ αυτούς που αναφέραμε, ανήκουν και εκφράζουν αμφότερα τα ρεύματα. Τα κύρια όμως χαρακτηριστικά του Διαφωτισμού κατά το 17ο και 18ο αιώνα ήσαν κάπως διαφορετικά. Την πρώτη εδώ θέση κατέχει η πίστη στην παντοδυναμία του ανθρώπινου λογικού. Όπως οι αρχαίοι Σοφιστές, και οι Διαφωτιστές παρήγαν τα πάντα δια του λόγου. Με το φως του λόγου θα διαλύσουμε όλα τα σκότη και θα ξεδιαλύνουμε όλα τα μυστήρια. Η λογική, ακριβής και εξαντλητική ανάλυση παντός του επιστητού με τις λογικές κατηγορίες, ήταν ο στόχος του Διαφωτισμού. Ο κριτικός έλεγχος και η θεωρητική σαφήνεια για το καθετί ήταν ο σκοπός του. Η Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια του Diderot αποτελεί τον πιο πιστό εκφραστή αυτής της εποχής των Φώτων, που, ανοικτά, εκδηλώθηκε σε όλους τους τομείς της ζωής κατά ποικίλους τρόπους, και – πρέπει να σημειωθεί αυτό – συνέπεσε με τους χρόνους της ανάπτυξης των Φυσικών Επιστημών και τη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής οικονομίας. Γι’ αυτό οι Διαφωτιστές υποστήριζαν όχι μόνο το φυσικό δίκαιο αλλά και τη δημόσια εκπαίδευση. Βέβαια, και ο Διαφωτισμός έπασχε, όπως ήταν άλλωστε φυσικό από πλημμελή ιστορική γνώση του ανθρώπου, παραγνώριζε εν πολλοίς τις αντιλογικές, τις ενστικτώδεις, ακόμη και τις αντικοινωνικές ροπές, αυτό που εμείς οι θεολόγοι ονομάζουμε αμαρτία. Είναι αλήθεια πως υπήρξε υπεραισιόδοξος για την πρόοδο της ανθρωπότητας μέσω της παιδείας. Κάπως όμως αισιόδοξος για την ανθρωπότητα δεν υπήρξε, αρχικά ιδίως, και ο χριστιανισμός; Ούτε η αντίληψη του Διαφωτισμού για ανάπτυξη του πολιτισμού επαληθεύτηκε στην πορεία. Παρά τα μειονεκτήματα αυτά, ο Διαφωτισμός βοήθησε την ανθρωπότητα να γνωρίσει μια πλευρά του εαυτού της που αγνοούσε εντελώς μέχρι τότε, και την ενίσχυσε να ωριμάσει πνευματικά, ηθικά και πολιτικά. Ήταν ο Διαφωτισμός στην Ευρώπη και στην Αμερική που υπηρέτησε την προαγωγή και τη διατύπωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο ακροατής πρέπει να αντιληφθεί πως όλη η συζήτηση περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν έχει θέση πριν από τον 16ο αι. μ.Χ., ότι επί δύο αιώνες η Ευρώπη πέρασε δια πυρός και σιδήρου, και ότι μόνο κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με το Διαφωτισμό είναι δυνατό να μιλήσουμε σοβαρά για Ανθρώπινα Δικαιώματα και πάλι, όχι τόσο στην ευρωπαϊκή θεσμική ή καθημερινή πρακτική (λόγω ισχύος του Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού), στη ζωή της νομοθεσίας και της καθημερινής ζωής, αλλά περισσότερο σαν ένα νέο πολιτικό αγαθό που γεννήθηκε μέσα από πολύ πικρές ευρωπαϊκές εμπειρίες και εκφράστηκε από την Ευρωπαϊκή Διανόηση και σοφία της εποχής. Η ανοχή (tolerance) δεν είναι κάτι που βρίσκει κανείς παντού μπροστά του, ακόμη και σήμερα, στο Δυτικό ημισφαίριο. Όταν μιλάμε περί Θεϊστών, Ορθολογιστών και Διαφωτιστών, μιλάμε για τους πρωτοπόρους του Δυτικού κόσμου προς ένα θεσμικό και κοινωνικό τρόπο σχέσεων ζωής, κι αυτός βέβαια, δεν αφήνει ανεπηρέαστη την εξέλιξη της πνευματικότητας.

6. Εκεί που η ανοχή και η ανεξιθρησκεία έγινε νόμος και καθημερινό βίωμα, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και εκεί, πάλι, αυτό έγινε σιγά – σιγά. Υπήρχαν αντιστάσεις από ισχυρές θρησκευτικές, προτεσταντικές ιδίως, ομάδες. Δεν επιτρέπουν τα χρονικά όρια μιας διάλεξης, και γι’ αυτό δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ, έστω και υποτυπωδώς, για το πόσο προοδευτική υπήρξε η επιβολή των δικαιωμάτων αυτών, κατ’ αρχάς σε ορισμένες πολιτείες, τις Κεντρώες, της Ανατολικής ακτής της Αμερικής, και εν συνεχεία σε όλη την Ανατολική πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και βαθύτερα μέσα στην άγρια Δύση. Η ανάπτυξη φεουδαρχικών τάσεων μεταξύ των αποίκων του Νέου Κόσμου καθώς και η εξάπλωση μονομερών Καλβινιστικών θεολογικών ιδεών, οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις για αποίκηση νέων γαιών, και η ακατάπαυστη ροή νέων αποίκων κάθε προελεύσεως, υπήρξαν αιτίες καθυστέρησης για πολύ ταχείες προοδευτικές εξελίξεις. Δημιουργήθηκαν όμως και εστίες που εκπροσωπούσαν ό,τι καλύτερο πρόσφερε η ευρωπαϊκή διανόηση του 17ου και του 18ου αιώνα. Έτσι ο Roger Williams στο Road Island, κογκρεσιοναλιστής προτεστάντης με έντονη επιρροή από τους Αναβαπτιστές, άνθρωποι όπως ο Κυβερνήτης στη Φιλαδέλφεια, ο William Penn, Κουάκερος στο δόγμα, αλλά και Καθολικοί όπως ο Λόρδος της Βαλτιμόρης Cecil Calvett, ακολούθησαν στη στρατηγική τους τον αναγκαίο δρόμο της ανοχής και της θρησκευτικής ελευθερίας ως το μόνο τρόπο εξασφάλισης της κοινωνικής συμβίωσης, της ειρήνης και προόδου στο Νέο Κόσμο. Εκεί λοιπόν στην Αμερική, μέσα από την θρησκευτική ασυμφωνία και τις αντιθέσεις αφενός, αλλά και λόγω της ανάγκης συμβίωσης των διισταμένων αφετέρου, εβγήκε ως πραγματική ζωή η ανοχή και η ανεξιθρησκεία. Θα ήταν αστείο να πιστέψουμε πως το φρόνημα της ανοχής και της ανεξιθρησκείας είναι απλό θέμα ιδεολογίας και κάποιας απλής αγωγής από την οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία. Σίγουρα είναι αυτά, όταν αυτά οικοδομούνται όχι έτσι απλώς ως ωραίες ηθικές και ιδεαλιστικές απόψεις, αλλά επάνω σε ανάγκες, προβλήματα και ανωμαλίες της κοινωνικής ζωής. Χωρίς να λέμε πως υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτός που μας έμαθε η Ευρωπαϊκή και Αμερικανική ιστορική εμπειρία, ο δρόμος δηλ. της αρχικής σύγκρουσης και της εν συνεχεία κατ’ αδήριτο ανάγκη αποδοχής της ανοχής και της συμβίωσης, εμείς πιστεύουμε πως μόνο πάνω στην καθημερινή κοινωνική ανάγκη και πρακτική μπορούν να εδραιωθούν οι ιδέες της ανεξιθρησκείας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Άργησε αρκετά ο κόσμος για να φθάσει στις πρώτες σαφέστερες διακηρύξεις περί Ανοχής. Μνημονεύω εδώ ότι για πρώτη φορά ο κυβερνήτης William Penn το 1701 στη Φιλαδέλφεια διατύπωσε με πλήρη και αναμφισβήτητο τρόπο ως δικαιώματα του ανθρώπου την ανοχή και την ανεξιθρησκεία – δικαιώματα που προστατεύει και η πολιτεία. «Κανείς… σε καμιά περίπτωση δεν θα παρενοχληθεί ή θα ταλαιπωρηθεί γι’ αυτό που αυτή ή αυτός συνειδητά πιστεύουν ή πράττουν. Ούτε οπωσδήποτε, αυτός ή αυτή θα υποχρεωθούν να συχνάζουν ή να συντηρούν την όποια θρησκευτική λατρεία, τον όποιο ιερό τόπο ή θεσμό, αντίθετο προς τη δική του ή τη δική της προτίμηση, αλλά ελεύθερα και με πλήρη άνεση θα χαίρονται από την άποψη αυτή τη δική του και τη δική της χριστιανική ελευθερία, χωρίς κανενός την επέμβαση ή τη μομφή…». Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι η πρώτη κοινότητα που τα ανθρώπινα αυτά δικαιώματα ισχύουν ως κοινός νόμος σε ολόκληρη Πολιτεία, ήταν η Virginia των Ηνωμένων Πολιτειών κατά το τέλος του 17ου αιώνα. Σιγά - σιγά, από τις Ανατολικές αυτές εστίες, για να αντιμετωπισθεί παντού η ίδια ανάγκη της συμβίωσης, του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας, οι αρχές αυτές εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Αμερική. Πολύ σ’ αυτό βοήθησαν οι Αμερικανοί διανοούμενοι, οπαδοί του Θεϊσμού και του Ορθολογισμού, όπως ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο Thomas Paine, ο Th. Jefferson, ο James Madison που ήδη εμνημόνευσα.

7. Την ομιλία αυτή θα τελειώσω με σύντομη αναφορά της Ορθόδοξης Ανατολικής Ευρώπης και της χώρας μας προς όλες αυτές τις διαδικασίες στο Δυτικό Ημισφαίριο. Σ’ εμάς ως έθνος δεν επιτράπηκε παρά πολύ αργά, μέσα στο 17ο και κυρίως κατά το 18ο αιώνα, και με πολλά εμπόδια, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού επί του Ελληνισμού της Διασποράς αλλά και της κυρίως Ελλάδας, να αποκτήσουμε κάποια συμμετοχή στην πάλη αυτή της Ευρώπης και της Αμερικής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Κουβαλάμε μαζί μας και μέσα μας, μέχρι τουλάχιστον τη φοβερή συμφορά του 1922, μια αποκαλυπτική μορφή της «Πολιτικής Ορθοδοξίας» των Βυζαντινών, που σ’ εμάς εξελίχθηκε σε αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης – όνειρα που υπό νέες μορφές ξαναγεννιούνται μόλις δημιουργηθούν κάποιες ευκαιρίες όπως Δικτατορίες, κρίσεις στη σχέση με την Τουρκία και τα τοιαύτα. Σήμερα π.χ. διερχόμαστε μια τέτοια περίοδο, και δεν αποκλείονται νέες συμφορές. Ως προς το θέμα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι φανερό ότι, παρά και τις θετικές προσπάθειες που έγιναν, ιδίως μέσα στον αιώνα μας, και παρά την οξύτητα που το θέμα της Ανοχής έχει προσλάβει σε μας, μέσα στο όλο κλίμα αναβιώσεως της «Πολιτικής Ορθοδοξίας», είναι αδύνατη η λήψη οποιωνδήποτε θετικών μέτρων. Σήμερα, αυτήν ακόμα την ώρα, βρισκόμαστε στις παραμονές Αναθεώρησης του Ελληνικού Συντάγματος, κάτω από έντονη εσωτερική αλά και εξωτερική πίεση, και παρά το ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι πατέρες του έθνους μας θα επιληφθούν των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος που αφορούν τη θρησκευτική ελευθερία στη χώρα. Επήραν όπως φαίνεται από την Εκκλησία ανταλλάγματα να μην ασχοληθούν με θέματα που αφορούν τις ελευθερίες των πολιτών. Για να ασχοληθούν με τι; Προφανώς, με τίποτε, με κάποιες ασημαντότητες, έτσι για τα μάτια του κόσμου!

Αλλά και η Ορθόδοξη Ρωσία σαν Ευρωπαϊκή χώρα ξύπνησε κάπως αργά, έτσι που γόνιμα ν’ αρχίσει να αντιμετωπίζει την πρόσκληση του Δυτικού πολιτισμού. Ο Μέγας Πέτρος άρχισε το έργο αυτό, η ρωσική όμως σκέψη ήλθε σε πραγματική επαφή με τη Δύση από τις αρχές του 19ου αιώνα. Παρά την τεράστια ομολογουμένως πρόοδο που έγινε, ο ρυθμός δεν ήταν αρκετά ταχύς. Έτσι η Ορθόδοξη Θεολογική διανόηση, που ήταν ασφαλώς πολύ πιο αναπτυγμένη από τη δική μας και πολύ βαθύτερα επηρεασμένη από τη Δύση στα ζητήματα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθυστέρησε αισθητά. Αρκεί, βέβαια, να λάβει κανείς υπόψη του πως η Δουλοπαροικία στη Ρωσία καταργήθηκε το 1895! Τι να κάνουν οι θεολόγοι;

Γι’ αυτό δεν νομίζω πως λανθάνει κανείς, ισχυριζόμενος ότι ο Ορθόδοξος Ανατολικός χώρος της Ευρώπης έμεινε γενικώς έξω από τις πνευματικές συγκρούσεις, τις οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις της Δύσης, και γι’ αυτό τα Ανθρώπινα Δικαιώματα εξακολουθούν στον Ανατολικό χώρο να θεωρούνται θέμα πολυτελείας. Ο Κερένσκυ το 1905 και οι Μπολσεβίκοι το 1917 ήσαν εισαγόμενα προϊόντα στη Ρωσία.

Παρά τα ανωτέρω, πολλοί συμπατριώτες μας για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, κατέφυγαν, κάτω από ψυχολογική πίεση, στη θεωρία ότι εμείς οι Έλληνες από γεννησιμιού μας, έτσι από φυσικού μας, έχουμε μέσα στο ελληνικό DNA έμφυτα τα δικαιώματα της ανοχής και ανεξιθρησκείας!! Αυτός ο ισχυρισμός είναι ένα ψυχολογικό – κοινωνικό τέχνασμα, μια illusion, που παρηγορεί με μια αυταπάτη, αλλά δεν θεραπεύει τίποτε και συντηρεί όλα τα κακά που υπάρχουν.

Από την πολύ συμπυκνωμένη ομιλία που ακούσατε θα διαπιστώσατε πως η κατάκτηση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι συνήθως καρπός σκληρής πάλης, κοινωνικών αγώνων, που κρατούν ενίοτε ολόκληρους αιώνες και απαιτούν πολλή φαιά ουσία για την υπεράσπιση τους έναντι ισχυρών αντιπάλων. Γι’ αυτό προσωπικά, πιστεύω πως και όσοι στον τόπο μας ενδιαφέρονται για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, σωστό θα ήταν να ανασκουμπωθούν για μακρούς κοινωνικούς και πνευματικούς αγώνες. Αλλιώτικα, δεν πρέπει να περιμένουν τίποτε. Από δική μου πλευρά μπορώ να δηλώσω από τώρα τούτο μόνο: το ταχύτερο δυνατό, αφού έγινε ήδη η προεργασία, το θέμα της παρούσας διάλεξης θα πάρει τη μορφή βιβλίου, με ανάλυση και έκταση στα επιμέρους όπως απαιτεί ένα τέτοιο θέμα.


Τελευταία ενημέρωση

13 Ιουλίου, 2002


Ποιος είναι ο Παναγιώτης Βήχος;


Υπογράψτε ή δείτε το βιβλίο

 επισκεπτών μου


Contact Us
Επικοινωνία


Πρότεινε αυτήν την σελίδα 

σ' έναν φίλο


Γραφτείτε στην Mailing List 

για να ενημερώνεστε σε κάθε νέα ανανέωση


Στείλε άρθρο


FORUM

Ελάτε να τα πούμε