"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ"

Θρησκεία και Εκκλησίες στον σύγχρονο κόσμο

Αρχείο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Το  παρακάτω  κείμενο  περιλαμβάνεται  στο  βιβλίο:  ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ   Η  άνοδος  του  νέου  ανορθολογισμού,   Εκδόσεις  Ελεύθερος  Τύπος, Μάρτης  2000)

Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού και η ανάγκη για ένα δημοκρατικό ορθολογισμό

ΤΑΚΗΣ  ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΟΨΗ

Οι δύο στόχοι του κειμένου αυτού είναι, πρώτον, να εξετασθούν οι αιτίες της ανόδου του «νέου» ανορθολογισμού σε αντιδιαστολή με τον κλασικό ανορθολογισμό του 19ου αιώνα και, δεύτερον, να καταδειχθεί το ασύμβατο κάθε είδους ανορθολογισμού ( από την θρησκεία μέχρι τον εσωτερισμό, τον μυστικισμό της Νέας Εποχής κ.ο.κ.) με την δημοκρατία. Τέλος, διερευνάται η ανάγκη ανάπτυξης ενός δημοκρατικού ορθολογισμού και μιας δημοκρατικής ηθικής, σε αντίθεση προς τις συνήθεις απόπειρες άντλησης μιας «αντικειμενικής» ηθικής από την φυσική ή την κοινωνική εξέλιξη.

Ι. ΠΑΛΑΙΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ορθός Λόγος εναντίον Ανορθολογικών Πεποιθήσεων

Ο ανορθολογισμός, ο οποίος άνθισε τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο, περίπου την τελευταία εικοσιπενταετία του 20ού αιώνα, έχει προσλάβει ποικίλες μορφές, οι οποίες κυμαίνονται από την αναβίωση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των παλαιών θρησκειών ( Χριστιανισμός, Ισλαμισμός κ.ά.) έως την εξάπλωση διαφόρων ανορθολογικών ρευμάτων ( μυστικισμός, πνευματισμός, αστρολογία, εσωτερισμός, νεοπαγανισμός, «Νέα Εποχή» κ.λπ.) , τα οποία, ειδικά στην Δύση, απειλούν τις παλαιές θρησκείες. Μπορούμε γενικώς να ορίσουμε ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων ως ένα σύστημα του οποίου οι θεμελιώδεις πεποιθήσεις δεν αντλούνται με ορθολογικές μεθόδους ( δηλαδή με βάση τον «Λόγο» ( reason ) και/ή την προσφυγή στα «γεγονότα» (δηλαδή στα δεδομένα των αισθήσεων) , αλλά με την διαίσθηση, το ένστικτο, το συναίσθημα, την μυστικιστική εμπειρία, εξ αποκαλύψεως, την βούληση κ.λπ. Ως τέτοιες, οι πεποιθήσεις αυτές βρίσκονται επομένως εκτός Ορθού Λόγου. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για όλες τις θρησκείες οι οποίες ανέκαθεν χαρακτηρίζοντο από την ύπαρξη μιας σειράς ανορθολογικών κεντρικών αληθειών ( Θεός, αθάνατη ψυχή, κάρμα κ.λπ.) , οι οποίες είναι συνήθως καταγεγραμμένες σε ένα ιερό κείμενο όπως το Ευαγγέλιο, το Κοράνι, οι Βέδες κ.ά. Με αυτήν την έννοια, ο κόσμος των θεμελιωδών αληθειών, οι οποίες χαρακτηρίζουν όλα τα θρησκευτικά συστήματα, είναι και ανέκαθεν υπήρξε όχι ένα ανοικτό σύστημα, αλλά ένας κλειστός κόσμος.

Όμως, το γεγονός ότι τα συστήματα ανορθολογικών πεποιθήσεων προσφεύγουν συνήθως σε ανορθολογικές μεθόδους για να αντλήσουν τις θεμελιώδεις αλήθειες τους, δεν σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούν ποτέ ορθολογικές μεθόδους. Ακόμη και τα θρησκευτικά συστήματα χρησιμοποιούν ενίοτε τον Λόγο για να αντλήσουν τις αλήθειες τους, αν και εντός αυστηρά καθορισμένων ορίων. Τα όρια αυτά θέτει η πίστη σε κάποιες κεντρικές ανορθολογικές αλήθειες. Με άλλα λόγια, ο Λόγος χρησιμοποιείται από τα θρησκευτικά συστήματα κυρίως για να δικαιολογήσει μη κεντρικές ή δευτερεύουσες πεποιθήσεις. Ο Θωμάς Ακινάτης, επί παραδείγματι, υπήρξε ορθολογιστής υπό την έννοια ότι πίστευε πως το μεγαλύτερο μέρος τής εξ αποκαλύψεως αλήθειας μπορούσε να γίνει κατανοητό και να αποδειχθεί με τον Λόγο. Εντούτοις, ο ίδιος υποστήριζε επίσης ότι ορισμένα δόγματα, τα οποία ήταν απροσπέλαστα από τον Λόγο, πρέπει να γίνουν αποδεκτά βάσει της πίστης και μόνο. Παρομοίως, οι ορθόδοξοι Ινδουιστές, όχι μόνον προσδίδουν απόλυτο κύρος στις Βέδες, αλλά και υποστηρίζουν ότι ο ανθρώπινος Λόγος πλανάται κάθε φορά που,  με βάση την εμπειρία των αισθήσεων, έρχεται σε σύγκρουση με τα ιερά κείμενα.

Δεν προκαλεί, επομένως, καμιά έκπληξη το γεγονός ότι ο Πάπας, στην τελευταία του εγκύκλιο,[ 1 ] στην οποία εξέταζε την σχέση αλήθειας, πίστης και Λόγου, τάσσεται υπέρ του Λόγου ( ενδεχομένως για να επιτεθεί στον ανορθολογισμό της Νέας Εποχής, ο οποίος απειλεί τόσο την δική του όσο και οποιαδήποτε άλλη κατεστημένη Εκκλησία)! Ωστόσο, το εγχείρημά του να συμβιβάσει την πίστη με τον Λόγο που ήταν σε σύγκρουση από την εποχή του Διαφωτισμού, εκτυλίσσεται σαφώς μέσα στην προβληματική του Θωμά Ακινάτη.[ 2 ] Έτσι, αν και ο Πάπας ενθαρρύνει όλους τους φιλοσόφους, τόσο τους χριστιανούς όσο και τους μη χριστιανούς, «να εμπιστεύονται την δύναμη του ανθρώπινου Λόγου», στη συνέχεια καταλήγει ότι δεν πρέπει να «εγκαταλείπουμε το πάθος για την υπέρτατη αλήθεια», εφ’ όσον ό,τι είναι αληθινό, δεν μπορεί να αποτελεί απειλή για την πίστη, διότι ο Θεός είναι η αλήθεια. Όπως ο ίδιος το διατυπώνει: «Πίστη και Λόγος είναι σαν δύο φτερά με τα οποία το ανθρώπινο πνεύμα υψώνεται για να ενατενίσει την αλήθεια». Για τον Πάπα, η πίστη ωθεί τον Λόγο να φθάσει και να κατακτήσει ό,τι είναι «όμορφο, αγαθό και αληθινό» και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται υπέρμαχος του Λόγου.

Βεβαίως, η αντίληψη του Λόγου στην οποία αναφέρεται ο Πάπας ελάχιστη σχέση έχει με εκείνη του Διαφωτισμού, η οποία ταυτιζόταν με την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί το σύμπαν και να βελτιώνει την κατάστασή του/της. Πράγματι, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι τρεις κύριοι στυλοβάτες του Διαφωτισμού ήταν: η εμμονή στο Λόγο, η πίστη στην Πρόοδο και η αναζήτηση της ελευθερίας στο επίπεδο των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Εδώ, όμως, πρέπει να εισάγουμε μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στον «παλαιό» και τον «νέο» ανορθολογισμό κάτι που θα μας οδηγήσει πίσω στην «Εποχή του Λόγου», δηλαδή στον Διαφωτισμό και την ανάπτυξη του ορθολογισμού. Η διάκριση αυτή καθίσταται αναγκαία από το γεγονός ότι οι αιτίες τής ανόδου του σύγχρονου ανορθολογισμού, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, προσιδιάζουν στην δική μας εποχή και, ως τέτοιες, διαφέρουν σημαντικά από τις ιστορικές αιτίες οι οποίες οδήγησαν στην άνοδο του κλασικού ανορθολογισμού, ο οποίος άνθισε κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού, ως αντίδραση στον κλασικό ορθολογισμό.

Ο ορθολογισμός ήταν η φιλοσοφική αντίληψη η οποία θεωρούσε τον Λόγο ως κύρια πηγή και κριτήριο της γνώσης. Με αυτήν την έννοια, ο ορθολογισμός είναι ουσιαστικά αντίπαλος των συστημάτων πίστης, τα οποία ισχυρίζονται ότι κατέχουν την εσωτερική γνώση, είτε δια της μυστικιστικής εμπειρίας, είτε εξ αποκαλύψεως, είτε δια της διαίσθησης.

Για τον ίδιο λόγο ο ορθολογισμός αντιτίθετο πάντα στους ποικίλους ανορθολογισμούς οι οποίοι είχαν την τάση να προβάλλουν το βιολογικό, το συναισθηματικό ή το βουλητικό, το ασυνείδητο ή το υπαρξιακό, εις βάρος του ορθολογικού. Στη πραγματικότητα, μάλιστα, ήταν στα πλαίσια της πάλης εναντίον του θρησκευτικού ανορθολογισμού, (ο οποίος ήταν ευρέως διαδεδομένος στην χριστιανική Δύση), που οι στοχαστές του Διαφωτισμού ξεκίνησαν το σχέδιο τής δημιουργίας μιας επιστήμης της Ιστορίας και της κοινωνίας, που θα περιλάμβανε υποθέσεις και νόμους ανάλογης ερμηνευτικής δύναμης με εκείνη η οποία είχε επιτευχθεί στις φυσικές επιστήμες. Άνδρες όπως ο Κοντιγιάκ* και ο Κοντορσέ τον 18ο αιώνα, ο Σαιν Σιμόν, ο Ωγκύστ Κόντ, ο Τζων Στούαρτ Μιλ και ο Χένρυ Τόμας Μπακλ * τον 19ο αιώνα, πίστευαν ότι ήταν εφικτή η εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων στην μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο γεννήθηκε και η σύγχρονη κοινωνική επιστήμη, είτε του «ορθόδοξου» τύπου που θεωρεί δεδομένο το status quo , είτε του ριζοσπαστικού τύπου που αποβλέπει σε μια νέα κοινωνία ( επιστημονικός σοσιαλισμός) .

Η αντίδραση στον ορθολογισμό, ο οποίος χαρακτήριζε τον Διαφωτισμό, εμφανίσθηκε με την μορφή του «παλαιού» ανορθολογισμού, ο οποίος αναπτύχθηκε στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Ωστόσο,, ο σκοπός αυτού του «παλαιού» ανορθολογισμού δεν ήταν η επιστροφή στον θρησκευτικό παραλογισμό και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Ο διακηρυγμένος σκοπός του ήταν να εμπλουτίσει την ανθρώπινη κατανόηση της ζωής, επεκτείνοντάς την σε διαστάσεις έξω από τα όρια του Λόγου. Οι ρίζες του ανορθολογισμού βρίσκοντο είτε στην μεταφυσική είτε στην επίγνωση της μοναδικότητας της ανθρώπινης εμπειρίας. Η έμφασή του ήταν στις διαστάσεις του ενστίκτου, του αισθήματος και της βούλησης, υπεράνω και εναντίον του Λόγου. Εκδηλώσεις του ρεύματος του ανορθολογισμού μπορούμε να παρατηρήσουμε σε πολλούς τομείς:

¨    στην οντολογία, όπου ο ανορθολογισμός σήμαινε ότι ο κόσμος δεν χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη ορθολογικών δομών ( όπως υποστήριζαν οι ορθολογιστές) , ή νοήματος και σκοπού ( όπως υποστήριζαν οι θρησκείες και κυρίως οι χριστιανοί

¨    στην γνωσιολογία, όπου σήμαινε ότι ο Λόγος είναι εγγενώς ελαττωματικός και ανίκανος να γνωρίσει το σύμπαν, χωρίς υποκειμενικές διαστρεβλώσεις·

¨    στην Ιστορία, όπου τόνιζε την ύπαρξη πολλών στοιχείων στην πνευματική ζωή και στην ανθρώπινη Ιστορία, τα οποία δεν μπορούσαν να πραγματευθούν οι ορθολογικές μέθοδοι της επιστήμης·

¨    στην ηθική, όπου σήμαινε την ματαιότητα της προσπάθειας ανάπτυξης οποιωνδήποτε αντικειμενικών κριτηρίων·

¨    στην ανθρωπολογία, όπου σήμαινε μια θεώρηση της ανθρώπινης φύσης ως κατ’ εξοχήν ανορθολογικής, και

¨    στην τέχνη και την λογοτεχνία, όπου ο Ρομαντισμός ( ο οποίος έδιδε έμφαση στο άτομο, στο υποκειμενικό, στο ανορθολογικό, στο φαντασιακό, στο προσωπικό, στο αυθόρμητο, στο συναισθηματικό, στο οραματικό και στο υπερβατικό) ήταν μια αντίδραση εναντίον του Διαφωτισμού και εναντίον του ορθολογισμού του 18ου αιώνα καθώς και του υλισμού  γενικότερα. Παρομοίως, το υπερρεαλιστικό (σουρεαλιστικό) κίνημα του 20ού αιώνα, αντιπροσώπευε μιαν αντίδραση εναντίον εκείνου που τα μέλη του θεωρούσαν ως την καταστροφή που επέφερε ο «ορθολογισμός», ο οποίος κατεύθυνε στο παρελθόν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και πολιτική, και είχε ως αποκορύφωμα τον τρόμο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο υπερρεαλισμός θεωρήθηκε από τους ιδρυτές τού κινήματος ως μέσον επανένωσης της συνειδητής και της ασυνείδητης σφαίρας της εμπειρίας, έτσι ώστε ο κόσμος του ονείρου και της φαντασίας να ενωθεί με τον καθημερινό

   ορθολογικό κόσμο σε μια «απόλυτη πραγματικότητα, μια υπερπραγματικότητα».

Παρόμοιες απόψεις εκφράσθηκαν, σε πολλούς από τους προαναφερθέντες τομείς, από σύγχρονους ανορθολογιστές. Η διαφορά είναι ότι σήμερα δεν είναι μόνο οι ανορθολογιστές οι οποίοι, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία ανορθολογικών μεθόδων, υιοθετούν τέτοιες απόψεις.Σήμερα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και ορθολογικές μέθοδοι(και ήδη έχουν χρησιμοποιηθεί επιτυχώς),για να καταδειχθεί ότι:

·      ο κόσμος στερείται όντως οποιουδήποτε νοήματος, πέραν εκείνου που εμείς τού προσδίδουμε·

·      δεν μπορεί να υπάρξει μια επιστήμη της Ιστορίας ή της κοινωνίας και της οικονομίας, διότι όντως υφίσταται υποκειμενική διαστρέβλωση κατά την ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων·

·      δεν υπάρχει γραμμική ή διαλεκτική Πρόοδος στην  Ιστορία·

·      είναι αδύνατον να αντληθεί μια «αντικειμενική» ηθική από την φυσική ή την κοινωνική εξέλιξη·

·      δεν υπάρχει μια αμετάβλητη ανθρώπινη φύση, ορθολογική ή μη·

·      είναι δυνατόν να ερμηνεύσουμε με ορθολογικό τρόπο το ασυνείδητο και την αλληλεπίδρασή του με την συνειδητή σφαίρα της εμπειρίας.

Πράγματι, η ίδια ακριβώς η ύπαρξη σήμερα μιας ορθολογικής συζήτησης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τα παραπάνω συμπεράσματα, είναι εκείνο που καθιστά τους «νέους» ανορθολογιστές ακόμη πιο ανορθολογικούς από τους παλαιούς. Εάν, έναν αιώνα πριν, μπορεί να ήταν συγχωρητέα η χρήση μη ορθολογικών μεθόδων για την κατάδειξη των περιορισμών της επιστήμης, είναι προφανώς ανόητο να κάνουμε το ίδιο σήμερα, όταν η ορθολογική συζήτηση περί των περιορισμών της επιστήμης ( και ιδιαιτέρως της κοινωνικής επιστήμης) και η ορθολογική κριτική διαφόρων κεντρικών ιδεών του Διαφωτισμού, όπως εκείνη της Προόδου, βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.

Σήμερα, με την εκ των υστέρων γνώση την οποία διαθέτουμε, μπορούμε να αποφανθούμε ότι το σχέδιο της δημιουργίας μιας «επιστήμης» της κοινωνίας, της οικονομίας και της Ιστορίας, η οποία θα διέθετε έναν βαθμό διϋποκειμενικότητας ανάλογο με εκείνον των φυσικών επιστημών ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Όμως, δεν χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιούμε ανορθολογικές μεθόδους για να ασκήσουμε κριτική στην Πρόοδο, την επιστήμη και την τεχνολογία. Το γεγονός, λόγου χάριν, ότι δεν υπάρχουν «νόμοι της Ιστορίας» δεν χρειάζεται να καταδειχθεί μέσω μιας διαισθητικής θεώρησης της Ιστορίας, ως μιας ανορθολογικής διαδικασίας οργανικής ανάπτυξης και φθοράς, όπως επιχείρησε να κάνει ένας παλαιός ανορθολογιστής, ο Όσβαλντ Σπένγκλερ.[ 3 ] Χωρίς να χρειάζεται να προσφύγουν στον κομφορμισμό των μεταμοντερνιστών, ριζοσπάστες στοχαστές όπως ο Καστοριάδης, που κάθε άλλο παρά ανορθολογιστής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, έχουν ήδη καταδείξει το ανέφικτο της επιστημονοποίησης ή του «εξορθολογισμού» της Ιστορίας ( «Η Ιστορία είναι βασικά δημιουργία δημιουργία και καταστροφή») .[ 4 ]

Παρομοίως, όπως επιχείρησα να δείξω αλλού,[ 5 ] το μεγαλύτερο μέρος εκείνου που παρουσιάζεται σήμερα ως κοινωνική επιστήμη, δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά ιδεολογία, δηλαδή μια σειρά ορθολογικών ερμηνειών ( με άλλα λόγια, ερμηνειών που συνάγονται με βάση τον Λόγο και/ή τα «γεγονότα») για την δομή της κοινωνίας ή της οικονομίας, και τη δυναμική της—ερμηνειών που θεμελιώνονται πάντοτε σε μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη. Ως τέτοια, η  μελέτη αυτή της κοινωνίας αντικατοπτρίζει πάντα συγκεκριμένα συμφέροντα. Σε ένα ανώτερο επίπεδο αφαίρεσης, η κοινωνική «επιστήμη» αντικατοπτρίζει είτε τα συμφέροντα των κυρίαρχων ελίτ ( ορθόδοξη κοινωνική «επιστήμη») , οπότε θεωρεί δεδομένο το παρόν κοινωνικο-οικονομικό σύστημα ( οικονομία της αγοράς/φιλελεύθερη «δημοκρατία») ή εκείνα της υπόλοιπης κοινωνίας ( ριζοσπαστική κοινωνική «επιστήμη») , οπότε ρητά το αμφισβητεί. Όπως υποστήριξα εκεί, το ίδιο ακριβώς το αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών «επιστημών» ( κοινωνία) , εν αντιθέσει με εκείνο των φυσικών επιστημών ( φύση) , αποκλείει την πιθανότητα ανάπτυξης μιας επιστήμης των κοινωνικών φαινομένων η οποία θα απολάμβανε έναν βαθμό γενικής αποδοχής ανάλογο με εκείνο της μελέτης των φυσικών φαινομένων. Ο λόγος συνίσταται στο ότι είναι πολύ δυσκολότερο, αν όχι αδύνατο, να διαχωριστεί το υποκείμενο από το αντικείμενο της μελέτης στην πρώτη περίπτωση σε σχέση με την δεύτερη. Ζούμε σε μια διαιρεμένη κοινωνία και, επομένως, η κοσμοαντίληψη του κοινωνικού επιστήμονα παίζει αποφασιστικό ρόλο στις υποθέσεις που κάνει και, συνακόλουθα, στα συμπεράσματα στα οποία οδηγείται. Έτσι, εκείνο το οποίο διαφοροποιεί τους δύο τύπους μελέτης δεν είναι απλώς η έλλειψη της δυνατότητας πειραματισμού, όπως συνήθως υποστηρίζεται. Η αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στις κοινωνικές και τις φυσικές επιστήμες, προκύπτει από το γεγονός ότι ενώ οι αρχές των φυσικών επιστημών είναι γενικώς αποδεκτές από τους φυσικούς επιστήμονες σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, οι θεωρίες των κοινωνικών επιστημών δεν είναι, εφ’ όσον δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ένα μόνο ‘παράδειγμα’ (δηλαδή τρόπος θεώρησης) της κοινωνικής πραγματικότητας, όσο η κοινωνία παραμένει διαιρεμένη. Στην πραγματικότητα, η ίδια η επιλογή παραδείγματος που κάνει ο/η κοινωνικός επιστήμονας, εξαρτάται από μια προκατάληψη: εάν θα θεωρήσει δεδομένο το παρόν κοινωνικο-οικονομικό σύστημα  ή όχι.

 

Ορθολογικές Ιδεολογίες και Συστήματα Ανορθολογικών Πεποιθήσεων

Παρά τις επιφανειακές ομοιότητες, νομίζω, σε αντίθεση προς τον Μπέρτραντ Ράσελ[ 6 ] και άλλους, ότι θα ήταν  λάθος να εξομοιώνουμε μια ορθολογική ιδεολογία όπως ο Μαρξισμός, με συστήματα ανορθολογικών πεποιθήσεων όπως ο Χριστιανισμός, ο Βουδισμός ή ο Ισλαμισμός. Με άλλα λόγια, δεν θα συμφωνούσα με το επιχείρημα που προβάλουν ορισμένοι συγγραφείς,[ 7 ] οι οποίοι, ακολουθώντας τον Ράσελ, υποστηρίζουν ότι οι νεωτερικές ιδεολογίες της Δύσης, όπως ο Μαρξισμός και ο Φιλελευθερισμός, είναι απλές παραλλαγές της ιουδαιοχριστιανικής αντίληψης, υπό την έννοια ότι είναι όλες δόγματα τα οποία στηρίζονται σε μια αναμφισβήτητη αλήθεια, ανεξαρτήτως τού εάν η αλήθεια αυτή είναι υπερβατική ( όπως στην περίπτωση της θρησκείας) ή ορθολογική ( η οποία μπορεί να «αποδειχθεί» ως «αντικειμενική» με την χρήση κάποιας ορθολογικής μεθόδου π.χ. του θετικισμού ή της διαλεκτικής) .

Θεωρώ ότι, αν και υπάρχουν επιφανειακές ομοιότητες ανάμεσα σε ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων όπως ο Χριστιανισμός και σε μια ορθολογική ιδεολογία όπως ο Μαρξισμός ( εκκλησία/κόμμα, ιεραρχία της εκκλησίας/πρωτοπορία κ.λπ.) , παρ’ όλα αυτά οι καθοριστικές διαφορές μεταξύ τους δεν μπορούν να αγνοηθούν. Όπως ανέφερα προηγουμένως, ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε συστήματος ανορθολογικών πεποιθήσεων είναι η ύπαρξη μιας σειράς κεντρικών πεποιθήσεων οι οποίες αντλήθηκαν με μη ορθολογικές μεθόδους ( διαίσθηση, ένστικτο, αίσθημα κ.λπ.) . Το γεγονός ότι σε πολλά συστήματα ανορθολογικών πεποιθήσεων υπάρχουν επίσης δευτερεύουσες πεποιθήσεις, οι οποίες μπορεί να αντλήθηκαν με την χρήση ορθολογικών μεθόδων, δεν αναιρεί τον θεμελιωδώς ανορθολογικό χαρακτήρα των συστημάτων αυτών. Ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων είναι, συνεπώς, αδιάψευστο, εφ’ όσον στηρίζεται σε κεντρικές πεποιθήσεις, οι οποίες δεν εκφράζονται ως ορθολογικές υποθέσεις περί της πραγματικότητας, αλλά ως δόγματα, διαισθήσεις κ.λπ., τα οποία βρίσκονται εκτός Ορθού Λόγου.

Από την άλλη μεριά, μια ορθολογική ιδεολογία είναι διαψεύσιμη δια της προσφυγής στην Λόγο και/ή τα «γεγονότα». Και αυτό, διότι όχι μόνον οι δευτερεύουσες ιδέες της, αλλά και οι κεντρικές, αντλήθηκαν με μια ορθολογική μέθοδο. Λέγοντας «διαψεύσιμη», δεν εννοώ, βεβαίως, ‘ανασκευάσιμη’ με την ποπεριανή* έννοια.[ 8 ] Όπως επιχείρησα να δείξω αλλού,[ 9 ] είναι αδύνατον να αντληθούν  αντικειμενικά επιστημονικά κριτήρια για την επαλήθευση των μαρξιστικών υποθέσεων ως επιστημονικών υποθέσεων. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για την ορθόδοξη οικονομική θεωρία και για τις κοινωνικές «επιστήμες» γενικότερα. Έτσι, όταν μιλώ για το διαψεύσιμο μιας ορθολογικής ιδεολογίας σε αντιδιαστολή προς τη μη διαψευσιμότητα των συστημάτων ανορθολογικών πεποιθήσεων, αυτό που εννοώ είναι ότι η πρώτη εμπεριέχει διαψεύσιμες υποθέσεις ( δηλαδή υποθέσεις, οι οποίες μολονότι δεν μπορούν να «αποδειχθούν» ή να «απορριφθούν» από τα «γεγονότα», εντούτοις, είναι δεκτικές ορθολογικής εξέτασης, δηλαδή μιας εξέτασης που βασίζεται στον Λόγο και τα αποδεικτικά στοιχεία) , ενώ η δεύτερη εμπεριέχει έναν πυρήνα μη διαψεύσιμων υποθέσεων. Η μαρξιστική υπόθεση, λόγου χάριν, ότι, καθώς ο καπιταλισμός εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, «δημιουργεί έναν κόσμο κατ’ εικόνα του»[10] είναι διαψεύσιμη και μπορεί να εξετασθεί ορθολογικά· στη πραγματικότητα, μάλιστα,, έχει αμφισβητηθεί με επιτυχία από την ριζοσπαστική θεωρία περί ανάπτυξης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Όμως,, δεν υπάρχει τρόπος ορθολογικής εξέτασης, λόγου χάριν, της χριστιανικής πεποίθησης περί Δευτέρας Παρουσίας ή της βουδιστικής πεποίθησης περί μετενσάρκωσης, ή της διαίσθησης της Βαθιάς Οικολογίας περί βιοκεντρικής ισότητας, ή της πεποίθησης της Νέας Εποχής περί «εσωτερικής δυναμικής», εφ’ όσον όλες αυτές οι πεποιθήσεις δεν είναι διαψεύσιμες υποθέσεις οι οποίες αντλήθηκαν με ορθολογικές μεθόδους, αλλά ανορθολογικές οι οποίες αντλήθηκαν με την διαίσθηση κ.λπ.

Βεβαίως, η διάψευση ορισμένων κεντρικών πεποιθήσεων μιας ορθολογικής ιδεολογίας, όπως ο Μαρξισμός δεν συνιστά και διάψευση ολόκληρης της ιδεολογίας αυτής, ούτε είναι πιθανό, από μόνη της, να «μεταστρέψει» τον φανατικό. Μπορεί, όμως, να πείσει τους πιο απαιτητικούς υποστηρικτές της ιδεολογίας αυτής να αρχίσουν να αμφισβητούν ορισμένες τουλάχιστον από τις προσφιλείς πεποιθήσεις τους. Πράγματι, οι κεντρικές μαρξιστικές υποθέσεις ( όπως κάποιοι από τους μαρξιστικούς οικονομικούς «νόμους») ελέγχθησαν με μια προσφυγή στην Λόγο/«γεγονότα» τόσο από μαρξιστές όσο και από μη μαρξιστές και βρέθηκαν ανεπαρκείς—πράγμα που συνέβαλε σημαντικά στην αποδυνάμωση του Μαρξισμού ως ιδεολογίας ( αν και ορισμένες βασικές μαρξιστικές αντιλήψεις εξακολουθούν να ισχύουν) , πολύ πριν την κατάρρευση του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Ωστόσο, αυτό το είδος διάψευσης είναι εντελώς αδύνατο όσον αφορά τα συστήματα ανορθολογικών πεποιθήσεων. Πρώτον, επειδή πολλές από τις πεποιθήσεις αυτές δεν μπορούν να διαψευσθούν με οποιοδήποτε είδος ορθολογικής μεθόδου, εφ’ όσον αποτελούνται συνήθως από μη διαψεύσιμες υποθέσεις ( μεταφυσικές πεποιθήσεις, διαισθήσεις κ.λπ.) . Δεύτερον, επειδή ακόμη και για εκείνες τις πεποιθήσεις για τις οποίες είναι εφικτή μια προσφυγή στην Λόγο και/ή στα «γεγονότα» ( π.χ. διάφορες προλήψεις τις οποίες μπορούμε να εξηγήσουμε λογικά, χρησιμοποιώντας τις σημερινές γνώσεις) , καμιά τέτοια προσφυγή δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή από τους πιστούς, εκτός και αν βρίσκονται στην διαδικασία εγκατάλειψης της πίστης τους. Ιδού γιατί ελάχιστες αν όχι καμιά από αυτές τις κεντρικές θρησκευτικές αλήθειες έχουν καταρρεύσει ( δεν αναφέρομαι στις «αιρέσεις») , παρά την τεράστια ανάπτυξη της γνώσης, ιδίως κατά τους τελευταίους δύο αιώνες.

Με άλλα λόγια, εκείνο που βαρύνει στην διάκριση ανάμεσα σε ορθολογικές ιδεολογίες και συστήματα ανορθολογικών πεποιθήσεων είναι η πηγή της «αλήθειας». Εάν η πηγή της αλήθειας των κεντρικών ιδεών είναι ο Λόγος/τα «γεγονότα», παρά το ότι οι ιδέες αυτές είναι αδύνατον να αποδειχθεί ότι είναι «αντικειμενικές» ( με την έννοια της γενικής αποδοχής όπως στις φυσικές επιστήμες) , τότε μιλάμε για μια ορθολογική ( και διαψεύσιμη) ιδεολογία. Από την άλλη μεριά,, εάν η πηγή της αλήθειας των κεντρικών ιδεών είναι μια ανορθολογική μέθοδος ( εξ αποκαλύψεως, διαίσθηση κ.λπ.) , τότε μιλάμε για ένα ανορθολογικό (και μη διαψεύσιμο) σύστημα  πεποιθήσεων.

Φυσικά αυτό που θεωρείται ορθολογική νοητική διεργασία, ποικίλλει αναλόγως του τόπου και του χρόνου. Όπως το θέτει ο Καστοριάδης, [11] «εκείνο που είναι διαφορετικό σε μια άλλη κοινωνία και σε μια άλλη εποχή είναι η ίδια ακριβώς η ορθολογικότητά της που κάθε φορά εκφράζει ένα άλλο φαντασιακό κόσμο». Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το κριτήριο το οποίο χρησιμοποίησα για να κάνω τη διάκριση ανάμεσα σε ορθολογικές και ανορθολογικές ιδέες: ότι δηλαδή σε μια ορθολογική ιδεολογία τόσο ο πυρήνας όσο και οι δευτερεύουσες ιδέες της αντλούνται με μια ορθολογική μέθοδο ( αν και τοπικά και ιστορικά περιχαραγμένη) , ενώ σε ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων μερικές τουλάχιστον από τις κεντρικές ιδέες του αντλούνται μέσω μιας μη ορθολογικής μεθόδου.

Η πρακτική συνέπεια της παραπάνω διάκρισης είναι ότι ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων, αν και χρήσιμο ίσως για εκείνους που το χρειάζονται ( για ψυχολογικούς ή κοινωνικούς λόγους, ή επειδή δεν μπορούν απλώς να αποδεχθούν τον θάνατο ως το τέλος της ύπαρξης,ή ν’αποδεχθούν το βάρος της προσωπικής ευθύνης κ.λπ.) , σίγουρα δεν μπορεί να αποτελέσει την βάση οποιασδήποτε ορθολογικής ερμηνείας της πραγματικότητας. .Για μια ορθολογική ερμηνεία της πραγματικότητας ( πάντοτε, φυσικά, βάσει μιας συγκεκριμένης κοσμοαντίληψης) ,απαιτείται μια ορθολογική ιδεολογία.

Μια πιθανή αντίρρηση όσον αφορά την αποκλειστική χρήση ορθολογικών μεθόδων για την κατανόηση της πραγματικότητας, είναι ότι ιδιαίτερα στον κόσμο της Τέχνης, η διαίσθηση, καθώς και άλλες μη ορθολογικές μέθοδοι, χρησιμοποιήθηκαν από παλιά από τους καλλιτέχνες για να αντλήσουν την δική τους «αλήθεια», η οποία, όταν ήταν επιτυχής, ταυτιζόταν με την οικουμενική «αλήθεια». Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να επισημάνει εδώ ότι ένα έργο τέχνης είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως από μια ιδεολογία ή ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων. Όπως ακόμη και ένας μαρξιστής, ο Ερνστ Φίσερ, υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει στο κλασικό έργο του, Η Αναγκαιότητα της Τέχνης:

«Μολονότι είναι αληθές ότι η βασική λειτουργία της Τέχνης σε σχέση με μια κοινωνική τάξη προορισμένη να αλλάξει τον κόσμο δεν είναι να μαγεύει αλλά να φωτίζει και να ενθαρρύνει την δράση, είναι εξ ίσου αληθινό ότι το στοιχείο μαγείας στην Τέχνη δεν μπορεί να εξαλειφθεί εντελώς, διότι χωρίς αυτό το ελάχιστο κατάλοιπο της αρχικής φύσης της, η Τέχνη παύει να είναι Τέχνη... η Τέχνη είναι αναγκαία προκειμένου ο άνθρωπος να καταστεί ικανός να αναγνωρίσει και να αλλάξει τον κόσμο. Όμως, η Τέχνη είναι εξ ίσου αναγκαία λόγω της έμφυτης μαγείας που περιέχει». [12]

Με άλλα λόγια, δεδομένης της διπλής λειτουργίας της Τέχνης να φωτίζει αλλά και να μαγεύει, είναι προφανές ότι, αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα των στόχων του καλλιτέχνη, η Τέχνη είναι ένα εντελώς ακατάλληλο εργαλείο για μια ορθολογική ερμηνεία της πραγματικότητας. Το μαγικό στοιχείο στην Τέχνη, το οποίο τροφοδοτεί την μη ορθολογική έμπνευση του καλλιτέχνη, είναι ίσως συμβατό με ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων, όχι όμως και με μια ορθολογική ιδεολογία. Επομένως, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους ένα σύστημα ανορθολογικών πεποιθήσεων είναι εντελώς ακατάλληλο να προσφέρει μια ορθολογική ερμηνεία της πραγματικότητας, η Τέχνη, εξ αιτίας της μαγικής της διάστασης, είναι αντιστοίχως ακατάλληλη για τον σκοπό αυτό, μολονοτι βεβαια ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητησει την δύναμη της να προσφέρει διορατικές απόψεις για την πραγματικότητα.

 

ΙΙ.   ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΔΟΥ ΤΟΥ «ΝΕΟΥ» ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

 

Νομίζω ότι μπορούμε να κατατάξουμε τους παράγοντες στους οποίους κυρίως οφείλεται η άνοδος του «νέου» ανορθολογισμού κατά την τελευταία εικοσιπενταετία του 20ού αιώνα ως εξής:

I.     Η καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης.

II.   Η οικολογική κρίση.

III. Η παταγώδης αποτυχία της «ανάπτυξης» στον Νότο.

Στη συνέχεια, θα επιχειρήσω να εξετάσω την επίδραση των παραγόντων αυτών στην σημερινή άνθιση του ανορθολογισμού.

 

Η Καθολίκευση της Οικονομίας της Αγοράς/Ανάπτυξης

 

Μετά την κατάρρευση του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και της δικής του εκδοχής του περί της οικονομίας ανάπτυξης, η οικονομία της αγοράς καθολικεύθηκε. Αυτό είναι το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη 200 χρόνια πριν και μετασχηματίσθηκε από την ίδια του την δυναμική, στην σημερινή ‘οικονομία ανάπτυξης’.[13] Η τεράστια μεταπολεμική εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς στην Δύση και ο μετασχηματισμός της στην σημερινή οικονομία ανάπτυξης υπήρξε αποφασιστική όσον αφορά την άνοδο του «νέου» ανορθολογισμού. Αυτό συνέβη διότι τόσο η καταναλωτική κοινωνία, η οποία αναπτύχθηκε στο τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα, όσο και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η οποία εμφανίσθηκε την τελευταία εικοσιπενταετία, προσέφεραν γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη διαφόρων ειδών ανορθολογισμού. Ειδικότερα, η συνειδητοποίηση των κοινωνικών συνεπειών της ανόδου της καταναλωτικής κοινωνίας, καθώς επίσης και των οικολογικών επιπτώσεων της ανάπτυξης, συνέβαλε στην εμφάνιση του «νέου» ανορθολογισμού.

Η πρώτη φάση της ανόδου του «νέου» ανορθολογισμού συνδέεται με την άνοδο της καταναλωτικής κοινωνίας στην Δύση, η οποία υπήρξε το άμεσο αποτέλεσμα, αλλά επίσης και το κύριο μέσον αναπαραγωγής, της οικονομίας ανάπτυξης. Η καταναλωτική κοινωνία συνεπαγόταν την δημιουργία μιας νέας ομογενοποιημένης κουλτούρας που θα εναρμονιζόταν με τον ομογενοποιημένο χαρακτήρα της μαζικής παραγωγής. Η νέα αυτή κουλτούρα ενείχε την συνεχή δημιουργία νέων υλικών αναγκών τις οποίες θα ικανοποιούσε η όλο και διευρυνόμενη συσσώρευση νέων υλικών αγαθών. Δεν ήταν εκπληκτικό ότι η ζωή την οποία προσέφερε η καταναλωτική κοινωνία ( «δούλευε περισσότερο για να αγοράζεις περισσότερα καταναλωτικά αγαθά») θεωρήθηκε τελικώς κενή, ιδιαίτερα από τους φοιτητές οι οποίοι,  έχοντας την πολυτέλεια να διαθέτουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο από ότι η συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού, ήταν σε καλύτερη θέση για να στοχασθούν περί του νοήματος της ζωής σε μια καταναλωτική κοινωνία. Μερικοί από αυτούς, συνειδητοποιώντας ότι η καταναλωτική κοινωνία συνδεόταν με μια τεράστια συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας/δύναμης στα χέρια μικρών ελίτ, στράφηκαν προς την ριζοσπαστική πολιτική. Άλλοι στράφηκαν προς ατομικιστικές λύσεις για να αντιμετωπίσουν το υπαρξιακό πρόβλημα το οποίο είχε δημιουργήσει η καταναλωτική κοινωνία. Τέτοιες «λύσεις» τούς οδήγησαν είτε στο να καταφύγουν στα ναρκωτικά, η εξάπλωση των οποίων τα τελευταία 25 χρόνια πήρε  επιδημικές διαστάσεις στη δύση (πράγμα που δείχνει το βάθος της ανοητολογίας των ‘προοδευτικών’ αντι-απαγορευτών  που υποστηρίζουν ότι η αιτία της εξάπλωσης των ναρκωτικών είναι απλώς η απαγορευτική πολιτική),[14] είτε/και σε συστήματα ανορθολογικών πεποιθήσεων, εισαγόμενων συνήθως από την Άπω Ανατολή. Ο ίδιος ακριβώς ο «εξωτικός» χαρακτήρας των ανορθολογικών αυτών συστημάτων, συνετέλεσε στην επιτυχία τους να αντικαταστήσουν τον χριστιανικό ανορθολογισμό ο οποίος ήταν ήδη ουσιαστικά νεκρός στην Δύση μετά τα ισχυρότατα πλήγματα τα οποία δέχθηκε στα χέρια μιας ανθούσας τεχνοεπιστήμης.

Επομένως η πρώτη φάση της ανόδου του «νέου» ανορθολογισμού μπορεί ν’ αναχθεί στις επιπτώσεις από την ανάδυση του φοιτητικού κινήματος την δεκαετία του ’60. Ωστόσο, η φάση αυτή αφορούσε μόνο ένα σχετικώς μικρό τμήμα του πληθυσμού της πλούσιας Δύσης. Ήταν δηλαδή στην δεύτερη φάση, τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, που ο ανορθολογισμός γνώρισε μια εντυπωσιακή εξάπλωση τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, στον Βορρά καθώς επίσης και στον Νότο. Η δεύτερη φάση σχετίζεται με την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία, ήδη από την δεκαετία του ’70, είχε καταστεί ασύμβατη με τον βαθμό του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού στην Δύση. Η ασυμβατότητα αυτή οδήγησε στην αντικατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης από την νεοφιλελεύθερη συναίνεση, --πράγμα που αποτελούσε μια μείζονα δομική αλλαγή με σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό, πολιτισμικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. [15]

Στο οικονομικό επίπεδο, η νέα συναίνεση οδήγησε στην δημιουργία μαζικής ανεργίας και σε μια συνακόλουθη τεράστια διεύρυνση της ανισότητας και της φτώχειας, όχι μόνον στον Νότο, όπως στο παρελθόν αλλά, επίσης, και στην ίδια την καρδιά του Βορρά. Η απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και  εμπορευμάτων, και η συνακόλουθη απορύθμιση των αγορών εργασίας ( για να γίνει η εργασία πιο «ευέλικτη») , παράλληλα με τον τερματισμό της κυβερνητικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση, ήταν καθοριστικές στην σημερινή ανάδυση της μαζικής ανεργίας και της υποαπασχόλησης, η οποία, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία τού Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας ( ILO) ανέρχεται σε 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους, το ένα τρίτο του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού.[16] Στο κοινωνικό επίπεδο, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ταυτιζόταν με τον φόβο της ανεργίας και την αβεβαιότητα όσον αφορά την ικανότητα επαρκούς κάλυψης των βασικών αναγκών ( υγεία, εκπαίδευση και στέγαση) . Στο πολιτισμικό επίπεδο, η απελευθέρωση και απορύθμιση των αγορών συνετέλεσε σημαντικά στην σημερινή πολιτιστική ομογενοποίηση, η οποία οδήγησε σε μια ανορθολογική αντίδραση, με την μορφή της ανόδου διαφόρων φονταμενταλισμών. Τέλος, στο ιδεολογικό επίπεδο, η εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης σχετιζόταν με την άνοδο του μεταμοντερνισμού.

Όσον αφορά ιδιαίτερα τον μεταμοντερνισμό, αν και άσκησε  αξιόλογη κριτική εναντίον του αντικειμενικού ορθολογισμού ο οποίος χαρακτήριζε τον μοντερνισμό, σε σχέση για παράδειγμα με την αντίληψη της Ιστορίας ως γραμμικής ή διαλεκτικής Προόδου, κατέληξε, ωστόσο, σε έναν απόλυτο σχετικισμό ο οποίος απέδιδε σε κάθε τρόπο σκέψης, κάθε παράδοση, όχι απλώς ίσα δικαιώματα αλλά και ίση αξία.[17] ( κάτι που δεν αποδεχόταν ούτε και ένας σχετικιστής όπως ο Πωλ Φάϊεραμπεντ)[18] . Αυτό υποδήλωνε ότι ο μεταμοντερνισμός ήταν απόλυτα συμβατός με την νεοφιλελεύθερη συναίνεση και την αγοραιοποίηση της κοινωνίας, που αυτή εισήγαγε. Έτσι, όπως επισήμανε ο Καστοριάδης, ο μεταμοντερνισμός πρέπει να θεωρηθεί αναπόσπαστο τμήμα της οπισθοδρομικής μεταπολεμικής ιστορικής περιόδου, η οποία, ιδιαίτερα μετά τον Μάη του 1968, χαρακτηρίζεται από την ολική έκλειψη του προτάγματος της αυτονομίας στην Δύση. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, κυριάρχησαν φαινόμενα όπως η απολιτικοποίηση και η ιδιώτευση του ατόμου, όπως και η «εξατομίκευση» της κοινωνίας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, υπάρχει μια γενική καθίζηση της πνευματικής δημιουργικότητας, με τον μεταμοντερνισμό να αποτελεί τυπικό σύμπτωμα της καθίζησης αυτής ένα φαινόμενο, το οποίο ο ίδιος συγγραφέας αποκαλεί «μια γενική υποχώρηση στον κομφορμισμό».[19]: Όπως ορθώς τονίζει «η αθλιότητα ( του μεταμοντερνισμού) έγκειται στο ότι δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παρέχει έναν απλό εξορθολογισμό ( των κυρίαρχων τάσεων) , καλυπτόμενο πίσω από μια διανοουμενίστικη απολογητική, η οποία δεν είναι άλλο από την έκφραση του κομφορμισμού και της κοινοτοπίας». Δεν προκαλεί, επομένως,  καμιά έκπληξη το ότι οι μεταμοντέρνοι «διανοούμενοι» ( εάν ο όρος μπορεί να ισχύει γι’ αυτούς) «εγκαταλείπουν την κριτική λειτουργία τους και προσχωρούν με ενθουσιασμό σε αυτό που υπάρχει, απλώς επειδή υπάρχει». [20]

Ωστόσο, νομίζω ότι ο μεταμοντερνισμός θα έπρεπε επίσης να θεωρηθεί τμήμα της γενικότερης κρίσης της τεχνοεπιστήμης που άρχισε περίπου 30 χρόνια πριν, όταν, αφ’ ενός, η επιστημονική διαδικασία δημιουργίας «αντικειμενικών» αληθειών αμφισβητήθηκε[21] και, αφ’ ετέρου τονίσθηκαν[22] οι βλαβερές κοινωνικές καθώς επίσης και οικολογικές επιπτώσεις τής σημερινής τεχνολογίας. Η κρίση της επιστήμης είχε ιδιαιτέρως καταστροφικές συνέπειες εν σχέσει προς την ‘αξία αλήθειας’ ( truth value ) των ερμηνειών που αφορούν κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα, και στα πλαίσια αυτής ακριβώς της κρίσης, θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε την άνοδο του μεταμοντερνισμού. Η κριτική του επιστημονισμού επηρέασε αναπόφευκτα και τον «επιστημονικό» σοσιαλισμό, ο οποίος είχε ήδη αμφισβητηθεί από την Νέα Αριστερά την δεκαετία του ’60. Όμως, η παρακμή και, τελικώς, η κατάρρευση του «σοσιαλιστικού» κρατισμού και η παράλληλη άνοδος του νεοφιλελευθερισμού είχαν ως αποτέλεσμα το ότι η ριζοσπαστική κριτική του «επιστημονικού» σοσιαλισμού και του κρατισμού γενικότερα, δεν λειτούργησε ως καταλύτης για την περαιτέρω ανάπτυξη της μη εξουσιαστικής αριστερής σκέψης. Άντ’ αυτού, την κριτική τού επιστημονισμού υφάρπασαν μεταμοντέρνοι θεωρητικοί και την επεξέτειναν σε έναν γενικό σχετικισμό, ο οποίος αναπόφευκτα οδήγησε στην θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού και στην εγκατάλειψη οποιασδήποτε αποτελεσματικής κριτικής του status quo .

Καθώς η επιστήμη ήταν η κύρια έκφραση του ορθολογισμού, η κρίση τής επιστήμης στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, σε συνδυασμό με την κρίση των κύριων ιδεών του Διαφωτισμού και ιδίως της ιδέας της Προόδου, οδήγησε σε μια γενικότερη κρίση του ορθολογισμού. Έτσι, ο μεταμοντερνισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια μόνο όψη της γενικότερης κρίσης του ορθολογισμού, ο οποίος άνθισε την τελευταία εικοσιπενταετία του 20ού αιώνα. Η άλλη όψη αυτής της κρίσης, ήταν μια κίνηση επιστροφής σε διάφορους τύπους ανορθολογισμού ( παραδοσιακές θρησκείες, Ταοϊσμός, μυστικισμός της Νέας Εποχής κ.λπ.) .

Με άλλα λόγια, η άνοδος του ανορθολογισμού κατά την περίοδο αυτή. θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως το αποτέλεσμα του συνδυασμού της αβεβαιότητας που επέφερε η άνοδος της ανεργίας και της χαμηλόμισθης εργασίας ( οι οποίες σηματοδότησαν την εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς) και της παράλληλης αβεβαιότητας την οποία δημιούργησε η ταυτόχρονη κρίση της επιστήμης, σε συνδυασμό με την επιταχυνόμενη πολιτιστική ομογενοποίηση.

Έτσι, εκατομμύρια άνθρωποι στον πρώην Πρώτο και στον πρώην Δεύτερο Κόσμο εξωθήθηκαν προς θρησκευτικά δόγματα ή τον ανορθολογισμό γενικότερα. Η μετακίνηση αυτή αντανακλούσε την εσώτερη ανάγκη πολλών ανθρώπων για «βέβαιες αλήθειες», την επαύριον της κρίσης του «αντικειμενικού» ορθολογισμού ( επιστήμη) και, ιδιαιτέρως, του «επιστημονικού» σοσιαλισμού ( πίστη σε ιστορικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς «νόμους» κ.λπ.) . Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι άνθρωποι, θεωρώντας δεδομένο ότι ο κόσμος πρέπει να έχει κάποιο νόημα, χωριστό από εκείνο που εμείς τού προσδίδουμε, άρχισαν να αναζητούν εξωτερικές πηγές της αλήθειας. Αυτό οδήγησε στην αναβίωση παραδοσιακών θρησκειών ( των αναγεννημένων χριστιανών στις ΗΠΑ, των νεο-ορθόδοξων στην Ελλάδα κ.λπ.) ή στην εξάπλωση άλλων μορφών ανορθολογισμού ( αστρολογία, εσωτερισμός, μυστικισμός της Νέας Εποχής κ.ο.κ.) . Δεν προκαλεί, επομένως,  καμιά έκπληξη το ότι σήμερα έχει φθάσει σε ύψη ρεκόρ το  ποσοστό των Αμερικανών που δηλώνουν ότι ποτέ δεν αμφέβαλαν για την ύπαρξη του Θεού, ότι εκτιμούν την καθημερινή προσευχή και ότι πιστεύουν στα θαύματα[23]. Παρομοίως, στην Ελλάδα, ο θεσμός τον οποίο οι νέοι εμπιστεύονται περισσότερο είναι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται στο πάτο των προτιμήσεων.[24]

Η άνοδος του κινήματος της Νέας Εποχής, το οποίο κάποτε αποτελούσε ανέκδοτο, αλλά που σήμερα έχει καταστεί μια τεράστια επιχείρηση, τόσο οικονομικά όσο και πνευματικά, και απειλεί τις κατεστημένες Εκκλησίες, απεικονίζει τέλεια την κρίση της τεχνοεπιστήμης και του ορθολογισμού γενικότερα. Είναι φανερό, λόγου χάριν, ότι ο πρωταρχικός στόχος της τελευταίας παπικής εγκυκλίου, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, ήταν να επιτεθεί στην Νέα Εποχή. Πράγματι, ο Αρχιεπίσκοπος της Λουμπλιάνα Γιόζεφ Μιροσλάβ Ζιτσίνσκι, διακήρυξε ανοικτά ότι ο Πάπας προσέφερε μια εναλλακτική πρόταση στην σκέψη της Νέας Εποχής, χωρίς ωστόσο να την κατονομάζει στην εν λόγω εγκύκλιο. Με τα ίδια του τα λόγια: [25]

«Εν ονόματι της διαμαρτυρίας εναντίον των μεγάλων ιδεών οι οποίες αναπτύχθηκαν από τα φιλοσοφικά συστήματα του παρελθόντος, προωθείται σήμερα μια μετάβαση στον εύπεπτο ανορθολογισμό. Η αφελής πίστη στα ΑΤΙΑ,* την αστρολογία και την Νέα Εποχή έχει ως στόχο να αντικαταστήσει τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα του παρελθόντος περί του νοήματος της ζωής και των συστημάτων αξιών».

Η «φιλοσοφία» της Νέας Εποχής εμπεριέχει τόσο ορθολογικά όσο και ανορθολογικά στοιχεία μέσα σε μια τερατώδη ιδεολογική «σούπα», η οποία αντανακλά την υποβάθμιση της πνευματικής δραστηριότητας στην εποχή μας. Παραδείγματα ορθολογικών στοιχείων στην «φιλοσοφία» της Νέας Εποχής είναι η μεταμοντέρνα κριτική της στην αντικειμενικότητα και η χρήση της ψυχοθεραπείας του Γιούνγκ καθώς επίσης και κλάδων της δυτικής επιστήμης, όπως της κβαντοφυσική, ή της οικολογίας, τα οποία εκμεταλλεύεται για να δείξει ( με έναν τρόπο γεμάτο αντιφάσεις και ανακρίβειες)[26] την αλληλεπίδραση όλων των έμβιων όντων. Παραδείγματα ανορθολογικών στοιχείων, τα οποία, στην πραγματικότητα, είναι εκείνα που κυριαρχούν, είναι η από μέρους της χρησιμοποίηση του ανατολικού (μη χριστιανικού) σπιριτουαλισμού, του μυστικισμού, της θεραπείας μέσω της εξωτερίκευσης των συναισθημάτων κ.λπ..

Το γεγονός ότι το κίνημα της Νέας Εποχής αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη δύναμη κατά την διάρκεια των δύο φάσεων της ανόδου του ανορθολογισμού στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως, θα μπορούσε να ερμηνευθεί με βάση την εσωτερική του συγγένεια  τόσο με την καταναλωτική κοινωνία όσο και με την νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Έτσι, όσον αφορά την σχέση Νέας Εποχής με τον καταναλωτισμό, όπως επισημαίνει η Μαντλίν Μπάντινγκ: [27]

«Η Νέα Εποχή φέρει πολλά από τα χαρακτηριστικά της  καπιταλιστικής καταναλωτικής κοινωνίας στην οποία ασκεί κριτική. Εκείνο με το οποίο θησαύρισαν ο Τσόπρα και ο Ντίερ, είναι οι υποσχέσεις για πνευματικές ηδονές που έδωσαν στους δυτικούς καταναλωτές (ειρήνη, αγάπη και σοφία), καθώς επίσης και για πλούτο και υγεία με στόχο την τέλεια ζωή. Η ληστρική επιδρομή εναντίον παλαιών πνευματικών παραδόσεων, γίνεται μια μορφή πνευματικού καταναλωτισμού για τους οπαδούς της ‘ομαδικής θεραπείας’ κλπ».    

Με άλλα λόγια, η «φιλοσοφία» της Νέας Εποχής υπήρξε το τέλειο ιδεολογικό συμπλήρωμα του καταναλωτικού τρόπου ζωής της ευημερούσας μεσαίας τάξης, η οποία χρειαζόταν απεγνωσμένα μια πνευματική «σαπουνόφουσκα» για να γεμίσει το κενό το οποίο δημιούργησε ο καταναλωτισμος. Επομένως, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, αντικειμενικά, η Νέα Εποχή λειτουργεί ως η ιδεολογία της καταναλωτικής κοινωνίας ( με την έννοια ότι την ‘νομιμοποιεί’) .

Επίσης, όσον αφορά την σχέση της Νέας Εποχής με την σημερινή νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό της «φιλοσοφίας» της Νέας Εποχής είναι ο ατομικισμός της. Έτσι, ξεκινώντας από την θεμελιώδη αρχή της ότι δεν υπάρχει αντικειμενική  πραγματικότητα, οι οπαδοί της Νέας Εποχής οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αναδημιουργήσουν στην σκέψη τους την δική τους εμπειρία για την πραγματικότητα. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι ότι κάθε οπαδός της Νέας Εποχής κατακυριεύεται από την ψύχωση να αλλάξει την σκέψη του/της παρά να αλλάξει τον κόσμο.[28] Είναι ακριβώς ο ατομικισμός της Νέας Εποχής, που ελκύει όλους εκείνους, ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης, οι οποίοι επιθυμούν να βρουν ένα «νόημα» στην κενή ζωή τους. Στη πραγματικότητα, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ακόμη και η γοητεία που η οικολογία ασκεί στους οπαδούς της Νέας Εποχής ( πολλοί δυτικοί οικολόγοι είναι ταυτοχρόνως οπαδοί της Νέας Εποχής!) θα μπορούσε να ερμηνευθεί με βάση το ίδιο κίνητρο: τη μεγιστοποίηση της ατομικής ευτυχίας η οποία απειλείται από την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής, ως συνέπεια της συνεχούς εξάπλωσης της οικονομίας ανάπτυξης. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Νέα Εποχή απευθύνεται αποκλειστικά στην μεσαία τάξη, μολονότι η ταξική δομή της φαίνεται να κυριαρχείται από αυτή, εφ’ όσον άλλωστε η μεσαία τάξη είναι η μόνη η οποία είναι σε θέση να ανταποκριθεί οικονομικά στις δαπανηρές ομάδες, σεμινάρια θεραπείας, διακοπές[29] κ.λπ. της Νέας Εποχής.

Περιττό να πούμε ότι ο συνδυασμός μυστικισμού και ατομικισμού, τον οποίο αντιπροσωπεύει η Νέα Εποχή, αποτελεί γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη οποιουδήποτε τύπου ολοκληρωτικού καθεστώτος, αυτήν την φορά, ίσως, της οικοφασιστικής/σπιριτουαλιστικής παραλλαγής. Η προσχώρηση του Ρούντολφ Μπάρο ( του πρώην ριζοσπάστη κριτικού του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού και πράσινου ριζοσπάστη) στον μυστικισμό της Νέας Εποχής, αποτελεί χτυπητό παράδειγμα. Έτσι, ο Μπάρο, ξεκινώντας από ό,τι αυτός αντιλαμβάνεται ως γεγονός, ότι δηλαδή πολλοί άνθρωποι κατά βάθος, αναζητούν ήδη έναν «πράσινο Χίτλερ», υποστηρίζει για αντίδοτο την αυτομεταμόρφωση με μια διαπροσωπική, πνευματική ή θρησκευτική διάσταση, αντί για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής, η οποία θα έχει ως στόχο μια αληθινή δημοκρατική κοινωνία. Διόλου δεν εκπλήσσει επομένως το συμπέρασμα του Μπάρο ότι «πρέπει να θεωρήσουμε το ( οικολογικό) κίνημα ως μια ελλειπτική τροχιά της οποίας ο άξονας έχει δύο πόλους, έναν φαιό και έναν πράσινο» και ότι καταλήγει με μια έκκληση απόρριψης της διχοτόμησής τους! [30]

 

Η Οικολογική Κρίση

 

Ελάχιστοι αμφιβάλλουν για το μέγεθος της οικολογικής κρίσης την οποία αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η απορύθμιση των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη ρύπανση, η απειλή για τους ανανεώσιμους πόρους καθώς επίσης και η εξάντληση των μη ανανεώσιμων πόρων παγκοσμίως και, γενικότερα, η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας της ζωής, έχουν καταστήσει έκδηλες τις οικολογικές επιπτώσεις τής οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία 30 χρόνια. Επίσης, κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου, άνθισε εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Οικονομία Ανάπτυξης και με τον όρο αυτόν εννοώ το σύστημα οικονομικής οργάνωσης το οποίο είναι προσανατολισμένο είτε «αντικειμενικά» ( όπως στην περίπτωση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς) , είτε σκοπίμως ( όπως στην περίπτωση τού, τώρα πλέον, πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού) , στην μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Η συνειδητοποίηση των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομίας ανάπτυξης έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ποικίλων «οικολογικών» προσεγγίσεων που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την οικολογική κρίση και οι οποίες αντικατοπτρίζονται επίσης σε διάφορες τάσεις εντός του οικολογικού κινήματος, που άνθισε την τελευταία εικοσιπενταετία. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ εδώ με τις διαφορές μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογισμού[31] και, γενικώς, με τις διαμάχες ανάμεσα στους πράσινους στοχαστές αναφορικά με το τι συνιστά «οικολογική σκέψη». Στο μέτρο που με αφορά, οποιαδήποτε προσέγγιση η οποία εξετάζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της «ανάπτυξης» (που αποτελεί το ένα από τα δυο θεμελιακά στοιχεία της οικονομίας της αγοράς—το άλλο είναι η ‘αγοραιοποιηση’), μπορεί να καταταχθεί σε εκείνο το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «οικολογικό παράδειγμα».

Ένας τρόπος κατάταξης των οικολογικών προσεγγίσεων είναι να εισάγουμε μια διάκριση ανάμεσα στις οικοκεντρικές προσεγγίσεις, δηλαδή προσεγγίσεις οι οποίες θεωρούν τον άνθρωπο «τμήμα του δικτύου της ζωής» ( π.χ. η προσέγγιση της Βαθιάς Οικολογίας) και τις ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις, δηλαδή αυτές που θεωρούν τον άνθρωπο «κορωνίδα της ζωής» ( π.χ. ο οικοσοσιαλισμός) . Ωστόσο, πιστεύω ότι αυτός ο τρόπος κατάταξης των οικολογικών προσεγγίσεων είναι προβληματικός, δεδομένου του αλληλένδετου των δύο τύπων προσεγγίσεων, λόγου χάριν, στην κοινωνική οικολογία.

Θα προτιμούσα, επομένως, να κατατάξω τις οικολογικές προσεγγίσεις βάσει τού εάν αυτές επιχειρούν σαφώς ή όχι μια σύνθεση μεταξύ, από τη μια μεριά, των αναλύσεων για τις οικολογικές επιπτώσεις της ανάπτυξης και, από την άλλη, των κλασικών παραδόσεων που πραγματεύονται το στοιχείο «αγοραιοποίηση» της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Θα μπορούσαμε συνεπώς να κατατάξουμε υπό την ετικέτα «συνθετικές προσεγγίσεις», τις ακόλουθες οικολογικές προσεγγίσεις:

· τον φιλελεύθερο περιβαλλοντισμό,[32] μια προσέγγιση η οποία, στην πραγματικότητα, αποτελεί σύνθεση της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας και της περιβαλλοντικής ανάλυσης·

· τον οικοσοσιαλισμό,[33] ο οποίος τονίζει την σπουδαιότητα των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών συνθηκών στην ανάλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και, ως τέτοιος, αντιπροσωπεύει μια σύνθεση ( συνήθως) της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας και της περιβαλλοντικής ανάλυσης, και

· την κοινωνική οικολογία,[34] η οποία βλέπει τις αιτίες της σημερινής οικολογικής κρίσης με όρους των ιεραρχικών δομών της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης στην καπιταλιστική κοινωνία και, ως τέτοια, αντιπροσωπεύει μια σαφή προσπάθεια σύνθεσης τού ελευθεριακού σοσιαλισμού ή αναρχισμού και της περιβαλλοντικής ανάλυσης.

Όσον αφορά τις άλλες προσεγγίσεις οι οποίες δεν επιδιώκουν, τουλάχιστον σαφώς, μια σύνθεση με άλλες παραδόσεις, εκείνες που θα ονομάζαμε «καθαρές» οικολογικές προσεγγίσεις, η κατ’ εξοχήν περίπτωση είναι, βεβαίως, η προσέγγιση της «Βαθιάς Οικολογίας», η οποία επικεντρώνει την ανάλυση της σχεδόν αποκλειστικά στις οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας ανάπτυξης. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις της «κατάλληλης ανάπτυξης»[35] και της «βιώσιμης ανάπτυξης»[36], μπορούν επίσης να καταταχθούν στην κατηγορία αυτή.

Ωστόσο, ένας ακόμη τρόπος κατάταξης των οικολογικών προσεγγίσεων, ο οποίος κερδίζει έδαφος τελευταία, καταδεικνύοντας την ανάπτυξη του ανορθολογισμού μέσα στο οικολογικό κίνημα, είναι ανάμεσα στις «εργαλειακές ή πραγματιστικές» προσεγγίσεις από τη μια, και στις «πνευματικές» προσεγγίσεις, από την άλλη. Οι πρώτες εμπεριέχουν μια «νοοτροπία εργαλειακής λογικής» για την οποία οι λύσεις των περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι «τεχνικές», ενώ οι δεύτερες εμπεριέχουν μια παραδοχή ότι «αποτελούμε τμήμα μιας ευρύτερης τάξης» από την οποία «πηγάζει και συντηρείται» η ίδια μας η ζωή με το συνακόλουθο επιτακτικό καθήκον «να είμαστε ανοικτοί προς (ή σε αρμονία με) την φύση»[37]. Όπως καθίσταται προφανές από την ως άνω κατάταξη, στις πρώτες ανήκουν όλες εκείνες οι προσεγγίσεις οι οποίες χρησιμοποιούν ορθολογικές μεθόδους για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της οικολογικής κρίσης και τον τρόπο επανενσωματωσης κοινωνίας και φύσης, ενώ στις δεύτερες ανήκουν όλα τα είδη ανορθολογικών προσεγγίσεων ( Χριστιανισμός,[38] Ισλαμισμός, Ιουδαϊσμός,[39] Ινδικές θρησκευτικές παραδόσεις,[40] Ταοϊσμός,[41]  Πανθεϊσμός,[42] Θρησκεία των Ιθαγενών της Αμερικής,[43] κ.λπ.) .

Η Βαθιά Οικολογία είναι, ασυγκρίτως, η σημαντικότερη ανορθολογική προσέγγιση στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Αν και ο Α. Νες, ο πατέρας της προσέγγισης αυτής, διαχωρίζει τον εαυτό του από τον θρησκευτικό μυστικισμό, ορισμένοι άλλοι υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής δεν φαίνεται να έχουν τους ίδιους ενδοιασμούς, όπως επισημαίνει ο ίδιος.[44] Ωστόσο, ακόμη και αν η Βαθιά Οικολογία δεν προσδιορίζεται ως θρησκευτικός μυστικισμός, ανήκει οπωσδήποτε στις ανορθολογικές οικολογικές προσεγγίσεις, εφ’ όσον σαφώς πληροί το κριτήριο το οποίο έθεσα στην προηγούμενη ενότητα: ότι ορισμένες ( τουλάχιστον) από τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις της δεν αντλούνται με ορθολογικές μεθόδους. Δύο από τους κύριους εκπροσώπους της προσέγγισης αυτής είναι εμφαντικοί ως προς αυτό, όταν δηλώνουν ότι η αυτοπραγμάτωση και η βιοκεντρική ισότητα, δύο κεντρικές πεποιθήσεις της Βαθιάς Οικολογίας, είναι «δύο απόλυτοι κανόνες ή διαισθήσεις που δεν πηγάζουν από άλλους κανόνες ή διαισθήσεις» και, ως τέτοιοι, δεν μπορούν να επαληθευθούν με τις συνήθεις επιστημονικές μεθόδους. [45]

Ωστόσο, ο ανορθολογικός χαρακτήρας της Βαθιάς Οικολογίας δεν περιορίζεται, όπως θα περίμενε κανείς, στην μεθοδολογία της—πράγμα που κάνει φανερό η συντονισμένη επίθεσή της εναντίον του ορθολογισμού και του Διαφωτισμού. Έτσι, υποστηρικτές τής προσέγγισης αυτής ισχυρίζονται ότι μπορούμε να βρούμε την απώτατη αιτία της οικολογικής κρίσης στην μετά τον Διαφωτισμό ιστορική ταύτιση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, διέξοδο στην κρίση αποτελεί η εγκατάλειψη των ιδεών περί Προόδου, έτσι ώστε η σημερινή οικονομία ανάπτυξης να μπορεί να αντικατασταθεί από μια «οικονομία στασιμότητας» ή ακόμη και από μια «φθίνουσα οικονομία».[46] Παρομοίως, άλλοι βλέπουν την βιώσιμη ανάπτυξη με όρους μιας «αναπτυξιακής πορείας προς μια κατάσταση στασιμότητας», δηλαδή μια κατάσταση που προϋποθέτει έναν «σταθερό πληθυσμό»[47] πράγμα που αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η προσέγγιση της Βαθιάς Οικολογίας υιοθετεί πλήρως τον μύθο περί υπερπληθυσμού.[48]*

Είναι φανερό ότι η Βαθιά Οικολογία θεωρεί τις αιτίες της οικολογικής κρίσης ως το άμεσο αποτέλεσμα μιας ανθρωποκεντρικής προσέγγισης του φυσικού κόσμου, η οποία θεωρεί τις ανθρώπινες αξίες πηγή κάθε αξίας και αποβλέπει στην χρησιμοποίηση της φύσης ως όργανο ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών. Είναι, επίσης, σαφές ότι η προσέγγιση της Βαθιάς Οικολογίας θεωρεί την σημερινή μη βιώσιμη ανάπτυξη περισσότερο ως πολιτισμικό παρά ως θεσμικό ζήτημα, ως θέμα αξιών παρά ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανόδου της οικονομίας της αγοράς και της δυναμικής της που εκφράζεται με το μότο «ανάπτυξη ή θάνατος» και οδήγησε στην σημερινή οικονομία ανάπτυξης.

Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι είναι προφανώς αβάσιμος ο ισχυρισμός των βαθιών οικολόγων ότι  ο ανθρωποκεντρισμός ευθύνεται τελικά για την σημερινή παγκόσμια οικολογική καταστροφή. Στο κάτω-κάτω, ο ανθρωποκεντρισμός υπήρχε, ειδικότερα στην Δύση, πολύ πριν από την έναρξη της οικο-καταστροφικής διαδικασίας, περίπου δύο αιώνες πριν. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηρίξει κανείς ότι εκείνο το οποίο έχει οδηγήσει στην σημερινή κρίση δεν είναι ο ανθρωποκεντρισμός καθαυτός αλλά το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς και η, συνακόλουθη, οικονομία ανάπτυξης έπρεπε να θεμελιωθούν σε μια ιδεολογία η οποία δικαιολογούσε  την καθολική ανθρώπινη κυριαρχία επί της φύσης.

Σε τελική ανάλυση, δεν είναι ούτε η βιομηχανική κοινωνία καθεαυτή, ούτε η τεχνολογία ως τέτοια που θα έπρεπε να κατηγορηθούν για την σημερινή οικολογική κρίση, όπως ισχυρίζονται συνήθως οι Βαθείς Οικολόγοι. Η τεχνολογία δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερη όσον αφορά την λογική και την δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Παρ’ολα αυτά, διάφοροι περιβαλλοντιστές, όπως π.χ. αυτοί της Greenpeace , καθώς και οι σοσιαλδημοκράτες και κάποιοι μαρξιστές,  υποστηρίζουν ρητά, ή συνήθως σιωπηρά, ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικώς ουδέτερη και δεν χρειάζεται παρά να την χρησιμοποιήσουμε για τους σωστούς σκοπούς προκειμένου να ξεπεράσουμε όχι μόνον την οικολογική κρίση αλλά και την κοινωνική κρίση γενικότερα. Είναι προφανές ότι η προσέγγιση αυτή παραγνωρίζει την κοινωνική θέσμιση της επιστήμης και της τεχνολογίας και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και, ειδικότερα, η εφαρμογή νέων τεχνικών συνδέονται άμεσα με την κοινωνική οργάνωση γενικώς και την οργάνωση της παραγωγής ειδικότερα.[49] Παρομοίως, αυτό που δημιούργησε την σημερινή οικοκαταστροφική μορφή οικονομικής οργάνωσης, δεν ήταν η εκβιομηχάνιση γενικότερα αλλά ο συγκεκριμένος τύπος της βιομηχανικής κοινωνίας, η οποία ανεπτύχθη τους δύο τελευταίους αιώνες στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Συνεπώς, οι βασικές αιτίες της οικολογικής κρίσης είναι η οικονομία της αγοράς και το προϊόν της, η οικονομία ανάπτυξης και όχι τα συμπτώματά της, δηλαδή ο σημερινός τύπος τεχνολογίας και βιομηχανικής κοινωνίας, όπως διατείνονται οι κάθε είδους ανορθολογιστές, συμπεριλαμβανομένων και των Βαθιών Οικολόγων.

Τελευταία ενημέρωση

13 Ιουλίου, 2002


Ποιος είναι ο Παναγιώτης Βήχος;


Υπογράψτε ή δείτε το βιβλίο

 επισκεπτών μου


Contact Us
Επικοινωνία


Πρότεινε αυτήν την σελίδα 

σ' έναν φίλο


Γραφτείτε στην Mailing List 

για να ενημερώνεστε σε κάθε νέα ανανέωση


Στείλε άρθρο


FORUM

Ελάτε να τα πούμε


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δωρεάν ανταποδοτική διαφήμιση (επικοινωνήστε με τον webmaster)